-
1 ἰσοτίμημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσοτίμημα
-
2 ἰσοτίμημα
ἰσο-τίμημα, τό, gleicher Wert, Preis -
3 ἰσ-ωνία
См. также в других словарях:
ισοτίμημα — ἰσοτίμημα, τὸ (Α) ίση τιμή, ίση αξία αγοραπωλησίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) + τίμημα (< τιμῶ «εκτιμώ»)] … Dictionary of Greek
ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ … Dictionary of Greek