Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἰσοτίμημα

См. также в других словарях:

  • ισοτίμημα — ἰσοτίμημα, τὸ (Α) ίση τιμή, ίση αξία αγοραπωλησίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) + τίμημα (< τιμῶ «εκτιμώ»)] …   Dictionary of Greek

  • ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»