ισομοιρώ — ἰσομοιρῶ έω (Α) [ισόμοιρος] 1. έχω ίσο μερίδιο, ίση συμμετοχή σε κάτι 3. αστρολ. κατέχω ίση θέση, ασκώ την ίδια επίδραση σε αντιστοιχία με άλλον … Dictionary of Greek
ἰσομοίρῳ — ἰσόμοιρος sharing equally masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)