-
1 ισομοίρου
-
2 ἰσομοίρου
См. также в других словарях:
ἰσομοίρου — ἰσόμοιρος sharing equally masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ισομοίρου
2 ἰσομοίρου
ἰσομοίρου — ἰσόμοιρος sharing equally masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)