-
1 ισομιλήσιον
ἰσομιλήσιοςof Milesian fashion: masc acc sgἰσομιλήσιοςof Milesian fashion: neut nom /voc /acc sg -
2 ἰσομιλήσιον
ἰσομιλήσιοςof Milesian fashion: masc acc sgἰσομιλήσιοςof Milesian fashion: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
ἰσομιλήσιον — ἰσομιλήσιος of Milesian fashion masc acc sg ἰσομιλήσιος of Milesian fashion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισομιλήσιος — ἰσομιλήσιος, ία, ον (Α) όμοιος με Μιλήσιο ή με κάτι που ανήκει σε Μιλήσιο («ἰσομιλήσιον ἱμάτιον», Διόδ.) … Dictionary of Greek