Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἰσομερῆ

  • 1 ισομερή

    ἰσομερής
    equally divided: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)
    ἰσομερής
    equally divided: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)
    ἰσομερής
    equally divided: masc /fem acc sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > ισομερή

  • 2 ἰσομερῆ

    ἰσομερής
    equally divided: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)
    ἰσομερής
    equally divided: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)
    ἰσομερής
    equally divided: masc /fem acc sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > ἰσομερῆ

См. также в других словарях:

  • ἰσομερῆ — ἰσομερής equally divided neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἰσομερής equally divided masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἰσομερής equally divided masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισομέρεια — Φαινόμενο κατά το οποίο δύο ενώσεις, παρότι έχουν τον ίδιο γενικό χημικό τύπο, διαφέρουν ως προς τις χημικές και φυσικές τους ιδιότητες. Αυτό εξηγείται εύκολα αν λάβουμε υπόψη ότι ο γενικός χημικός τύπος δίνει μόνο μια ποιοτική και ποσοτική… …   Dictionary of Greek

  • ιονόνες — Ακόρεστες κετόνες του τύπου C13H20O, που ανήκουν στη σειρά του κυκλοεξενίου και είναι ισομερείς προς την ιρόνη. Είναι άχρωμα υγρά με υψηλό σημείο βρασμού, οσμή βιολέτας και διαλυτά στην αλκοόλη. Υπάρχουν δύο ισομερή των ι., οι α ι. και οι β ι.,… …   Dictionary of Greek

  • καροτίνιο — Χρωστική ουσία της ομάδας των καροτινοειδών με πορτοκαλοκίτρινο χρώμα. Βρίσκεται στα φυτά (κυρίως στα καρότα) και στα ζώα (στη λέκιθο του αβγού, στο όστρακο των μαλακίων κ.ά.). Το συνηθισμένο κ. είναι μείγμα τριών ισομερών υδρογονανθρακικών… …   Dictionary of Greek

  • αλδρίνη — η Χημ. κοινή ονομασία ενός από τα ισομερή τού εξαχλωροεξαϋδροδιμεθανοναφθαλινίου (HHDN). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου. πρβλ. αγγλ. aldrin < Alder Kurt, όνομα Γερμανού χημικού, + κατάλ. in (πρβλ. ίνη)] …   Dictionary of Greek

  • διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… …   Dictionary of Greek

  • ημιχόριον — ἡμιχόριον, τὸ (Α) το μισό μέρος τού χορού, καθένα από τα δύο ισομερή τμήματα στα οποία διαιρείται ο χορός τού αρχαίου δράματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημί * + χορός] …   Dictionary of Greek

  • ισομερής — ές (ΑΜ ἰσομερής, ές) αυτός που αποτελείται από ίσα μέρη νεοελλ. (χημ) χαρακτηρισμός τών χημικών ενώσεων στις οποίες παρουσιάζεται το φαινόμενο τής ισομέρειας μσν. ίσος («ἰσομερὲς κέρδος», Ιουστιν.) αρχ. αυτός που παίρνει ίσο μερίδιο. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • ισομερείωση — η χημ. η με χημική αντίδραση μετατροπή μιας χημικής ένωσης σε άλλη ισομερή της …   Dictionary of Greek

  • ισόμοιρος — η ο (Α ἰσόμοιρος, ον) αυτός που έχει ίσο μερίδιο σε κάτι ή αυτός που συμμετέχει σε κάτι εξίσου με άλλους αρχ. 1. ισοδύναμος 2. αστρολ. αυτός που κατέχει ίση θέση, που ασκεί την ίδια επίδραση σε αντιστοιχία με άλλον 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόμοιρον …   Dictionary of Greek

  • κουμαρίνη — Χημική ετεροκυκλική ένωση με μοριακό τύπο C9H6O2, η οποία συναντάται σε πολλά φυτά, από τα οποία παραλαμβάνεται με εκχύλιση ή συνθετικά ξεκινώντας από απλούστερες ενώσεις, κατά την αντίδραση των Μπερτανίνι Πέρκιν. Πρόκειται για στερεή,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»