-
1 ισομερές
-
2 ἰσομερές
См. также в других словарях:
ἰσομερές — ἰσομερής equally divided masc/fem voc sg ἰσομερής equally divided neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυροκατεχίνη ή ορθο-διοξυβενζόλιο — Ισομερές της ρεσορκίνης (μετα διοξυβενζόλιο) και της υδροκινόνης (παρα διοξυβενζόλιο). Ανακαλύφθηκε από τον Ράινς το 1839 κατά την ξηρά απόσταξη της κατεχίνης και παρασκευάζεται βιομηχανικά με αλκαλική τήξη της ορθο χλωροφαινόλης ή του… … Dictionary of Greek
ευδ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο ουσιαστικό ψεύδος*. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου, δηλαδή το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό (πρβλ. ψευδομάρτυρας, ψευδ ώνυμος) … Dictionary of Greek
θυμοτικό οξύ — Ονομασία των θυμολκαρβοξυλικών οξέων του τύπου C3H7(CH3)C6H2 (OH)COOH. Το ισομερές ορθο έχει σημείο τήξης 123°C και παρασκευάζεται με θέρμανση του άλατος με Na της θυμόλης με αέριο διοξείδιο του άνθρακα. Το ισομερές παρα έχει σημείο τήξης 157°C… … Dictionary of Greek
ισομερής — ές (ΑΜ ἰσομερής, ές) αυτός που αποτελείται από ίσα μέρη νεοελλ. (χημ) χαρακτηρισμός τών χημικών ενώσεων στις οποίες παρουσιάζεται το φαινόμενο τής ισομέρειας μσν. ίσος («ἰσομερὲς κέρδος», Ιουστιν.) αρχ. αυτός που παίρνει ίσο μερίδιο. επίρρ...… … Dictionary of Greek
ισονόμον — ἰσονόμον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἰσονόμον ἰσομερές» … Dictionary of Greek
κινίνο — Κοινή ονομασία ομάδας αλάτων της κινίνης, ενός αλκαλοειδούς το οποίο εξάγεται από τον φλοιό των φυτών του γένους κιγχόνη. Το γένος περιλαμβάνει πολλά είδη, από τα οποία σημαντικότερα για την εξαγωγή της κινίνης είναι η κιγχόνη η λογχόφυλλος ή η… … Dictionary of Greek
κινιδίνη — η (βιοχ.) αλκαλοειδές στέρεο ισομερές τής κινίνης που απαντά στον φλοιό τής κιγχόνης … Dictionary of Greek
κινολίνη — Αζωτούχος χημική ένωση αποτελούμενη από δύο αρωματικούς δακτυλίους, με χημικό τύπο C9H7N. Αντιπροσωπεύει τη βασική χημική ομάδα διαφόρων φυσικών αλκαλοειδών. Ως συστατικό των αλκαλοειδών συναντάται και ένα ακόμη ισομερές της κ., η ισοκινολίνη, η… … Dictionary of Greek
μηλεϊνικός — ή, ό φρ. α) «μηλεϊνικό οξύ» χημ. άκυκλη οργανική ένωση, ακόρεστο δικαρβονικό οξύ, που αποτελεί ισομερές τού βουτενοδιοϊκού οξέος και το οποίο δεν απαντά στη φύση, αλλά παρασκευάζεται βιομηχανικά β) «μηλεϊνικός ανυδρίτης» κυκλική οργανική ένωση,… … Dictionary of Greek
προπυλοβενζόλιο — το, Ν χημ. κυκλική οργανική ένωση, αρωματικός υδρογονάνθρακας, παράγωγο τού προπανίου, ισομερές προς το κουμόλιο και το μεσιτυλένιο, γνωστή και ως φαινυλοπροπάνιο … Dictionary of Greek