-
1 ισολογια
ἥ1) свобода слова(ἰσολογίαν ἔχειν πρός τινα Polyb.)
2) равносильный довод(αἱ ἑκατέρωθεν ἰσολογίαι Sext.)
См. также в других словарях:
ἰσολογία — ἰσολογίᾱ , ἰσολογία counterbalancing arguments fem nom/voc/acc dual ἰσολογίᾱ , ἰσολογία counterbalancing arguments fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισολογία — ἰσολογία, ἡ (Α) 1. ισηγορία, παρρησία, ελευθερία τού λόγου 2. στον πληθ. αἱ ἰσολογίαι επιχειρήματα ίσης αξίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + λογία (< λόγος < λόγος), πρβλ. μακρο λογία, υστερο λογία] … Dictionary of Greek
ἰσολογίας — ἰσολογίᾱς , ἰσολογία counterbalancing arguments fem acc pl ἰσολογίᾱς , ἰσολογία counterbalancing arguments fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσολογίαν — ἰσολογίᾱν , ἰσολογία counterbalancing arguments fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek