-
1 σχολαζω
1) быть незанятым, иметь досуг Thuc., Arph., Plat.σ. καλῶς Arst. — хорошо проводить свои досуги;
τὸ μέ σ. ὑπό τινος Plat. — занятость чем-л.2) ( о месте) быть свободным, пустым, пустовать(ὅ τόπος σχολάζων Plut.; οἶκος σχολάζων NT.)
3) освобождаться, отделываться, получать отдых(ἀπό τινος Xen. и τινός Plut.)
4) медлить, мешкать(ἀργεῖν καὴ σ. Dem.)
5) посвящать свои досуги, отдавать свое время(πρός τι Xen. и πρός τινα Plut., τινί Xen., Dem., Luc., NT., πρός τινι и ἐπί τινος Arst. и περί τι Plut.)
πάντα τὸν βίον ἐσχόλακεν ἑνὴ τούτῳ Dem. — тому одному он посвятил всю свою жизнь6) слушать (посещать) лекцииσ. τινί Xen. и πρός τινα Plut. — слушать кого-л., быть чьим-л. слушателем (учеником)
7) читать лекции, преподавать, учитьκαίπερ Ἰσοκράτους τότε σχολάζοντος Plut. — (Демосфен учился у Исея), хотя тогда читал лекции (сам) Исократ;
τὰ περί τινος σχολασθέντα Sext. — лекции о чем-л.
См. также в других словарях:
ἰσοκρατοῦς — ἰσοκρατής of equal power masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσοκράτους — Ἰσοκράτης masc gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοκράτους — ἰσόκρατος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμαχικός — ή, ό / συμμαχικός, ή, όν, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυμμαχικός, ή, όν, Α [σύμμαχος / συμμαχία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους συμμάχους ή στη συμμαχία 2. φρ. α) «συμμαχικά νομίσματα» αρχαιολ. κοινά νομίσματα που κόβονταν και χρησιμοποιούνταν από… … Dictionary of Greek
τραπεζιτικός — ή, ό / τραπεζιτικός, ή, ον, ΝΑ [τραπεζίτης] τραπεζικός (α. «τραπεζιτική επιταγή» β. «Τραπεζιτικός τοῦ Ἰσοκράτους» τίτλος τού 17ου λόγου τού Ισοκράτους γ. «ἡ τραπεζιτική στοά» το περιστύλιο τών τραπεζιτών) αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ τραπεζιτικόν.… … Dictionary of Greek
ιερώνυμος — I (Στριδώνα Δαλματίας 347 – Βηθλεέμ 420 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, προστάτης των μεταφραστών. Ήταν σύγχρονος του Αυγουστίνου και του Αμβροσίου και φίλος του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και του Γρηγορίου… … Dictionary of Greek
ισοκρατής — (Αθήνα 436 – 338 π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια του δήμου Ερχιάς (κοντά στα σημερινά Σπάτα), όπου ο πατέρας του είχε εργαστήριο κατασκευής αυλών. Δέχτηκε επιμελημένη αγωγή, αποφασιστικός σταθμός της οποίας υπήρξε η… … Dictionary of Greek
ομοιοκαταληκτώδης — ὁμοιοκαταληκτώδης, ῶδες (Α) [ομοιοκατάληκτος] (για το ύφος τού Γοργίου και τού Ισοκράτους) αυτός που αρέσκεται να χρησιμοποιεί ομοιοκατάληκτες φράσεις … Dictionary of Greek
παναθηναϊκός — Αθλητικός σύλλογος που ιδρύθηκε το 1908 με έδρα την Αθήνα. Ο πλήρης τίτλος του ήταν Πανελλήνιος Ποδοσφαιρικός Σύλλογος αλλά το 1923 μετονομάστηκε σε Παναθηναϊκός Αθλητικός Όμιλος. Ο σύλλογος διαθέτει γήπεδο στη λεωφόρο Αλεξάνδρας της Αθήνας.… … Dictionary of Greek