Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἰσοδαίτης

См. также в других словарях:

  • ισοδαίτης — ἰσοδαίτης, ὁ (Α) 1. (επίθ. τού Διονύσου και τού Πλούτωνος) αυτός που μοιράζει δίκαια, με ισότητα προς όλους 2. ονομασία ενός δαίμονα 3. αυτός που κόβει σε μερίδες ή μοιράζει το κρέας στο τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + δαίτης (< δαίομαι… …   Dictionary of Greek

  • Ἰσοδαίτης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοδαίτης — dividing equally masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσοδαίτην — Ἰσοδαίτης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοδαίτην — ἰσοδαίτης dividing equally masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Демон — (δαίμων) βообще означает (в классич. литер.) деятеля, обладающего сверхчеловеческой силой, принадлежащего к невидимому миру и имеющего влияние на жизнь и судьбу людей; между δαίμων θ θεός οриблизительно такое же отношение, как между лат. numen и… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • δαίτης — δαίτης, ο (Α) ο ιερέας που κομματιάζει τα σφάγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαίομαι (βλ. δαίω ΙΙ). ΣΥΝΘ. γεωδαίτης αρχ. αγριοδαίτης, ισοδαίτης, κρεοδαίτης, κρεωδαίτης, λαγοδαίτης, ξενοδαίτης, συνδαίτης, τεκνοδαίτης, χρηματοδαίτης] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»