-
1 ισοβαρή
ἰσοβαρήςof equal weight: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ἰσοβαρήςof equal weight: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)ἰσοβαρήςof equal weight: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
2 ἰσοβαρῆ
ἰσοβαρήςof equal weight: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ἰσοβαρήςof equal weight: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)ἰσοβαρήςof equal weight: masc /fem acc sg (attic epic doric)
См. также в других словарях:
ἰσοβαρῆ — ἰσοβαρής of equal weight neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἰσοβαρής of equal weight masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἰσοβαρής of equal weight masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Изолинии — В метеорологии картографическое изображение разных числовых величин очень распространено и является необходимым пособием для изучения явлений и их распределения в пространстве. Названия этих линий составлены из греческих слов (ισος значит равный) … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
θερμοδυναμική — Κλάδος της φυσικής που μελετά από μακροσκοπική άποψη, χωρίς δηλαδή να ενδιαφέρει η δράση των εσωτερικών μηχανισμών, τα φαινόμενα που χαρακτηρίζονται βασικά από τις μετατροπές της θερμότητας σε έργο και αντίστροφα. Γενικότερα, η θ. ασχολείται με… … Dictionary of Greek
ισοβαρής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αυτός που έχει το ίδιο βάρος: Ισοβαρή σώματα. – Ισοβαρείς πυρήνες. 2. αυτός που έχει την ίδια βαρομετρική πίεση: Ισοβαρείς επιφάνειες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)