-
1 ισημερινοίς
-
2 ἰσημερινοῖς
См. также в других словарях:
ἰσημερινοῖς — ἰσημερινός equinoctial masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ισημερινοίς
2 ἰσημερινοῖς
ἰσημερινοῖς — ἰσημερινός equinoctial masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)