-
1 ἰσήριθμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσήριθμος
-
2 ισηρίθμοισιν
-
3 ἰσηρίθμοισιν
-
4 ισηρίθμου
-
5 ἰσηρίθμου
-
6 ισηρίθμους
-
7 ἰσηρίθμους
-
8 ισηρίθμων
-
9 ἰσηρίθμων
-
10 ἰσάριθμος
A equal in number with,ψυχαὶ ἰ, τοῖς ἄστροις Pl.Ti. 41d
, cf. Lg. 845a, Arist.EN 1156a7, al., Call.Del. 175, Puchstein Epigr.Gr.p.9; εἰσαρίθμοις ἔπεσι,= ἰσοψήφοις, IG5(1).257 ([place name] Laconia): poet. [full] ἰσήριθμος, AP6.84 (Paul. Sil.), 328 (Leon.), Lyc.1258. Adv.ἰσάριθμως Gal.19.469
, Them.Or.33.367b.II Gramm., of the same grammatical number, A.D.Synt.170.13. Adv. - μως ib.143.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσάριθμος
См. также в других словарях:
ισήριθμος — ἰσήριθμος, ον (Α) ποιητ. τ. τού ισάριθμος* … Dictionary of Greek
ἰσηρίθμοισιν — ἰσήριθμος equal in number with masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσηρίθμου — ἰσήριθμος equal in number with masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσηρίθμους — ἰσήριθμος equal in number with masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσηρίθμων — ἰσήριθμος equal in number with masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισάριθμος — η, ο (ΑΜ ἰσάριθμος, ον, Α ποιητ. τ. ἰσήριθμος) ίσος κατά τον αριθμό με κάτι («ψυχαὶ ἰσάριθμοι τοῑς ἄστροις», Πλάτ.) αρχ. 1. γραμμ. αυτός που έχει τον ίδιο γραμματικό αριθμό με κάποιον άλλο 2. επιγρ. ισόψηφος. επίρρ... ισαρίθμως και ισάριθμα (Α… … Dictionary of Greek