-
1 ἰπνίτης
A baked in the oven,οἱ ἰ. ἄρτοι Hp.Vict.2.42
, Polem.Hist.86, IG5 (1).363.18 (Sparta, i A.D.: written - είταν): without ἄρτος, Timocl. 33;ἰ. φθοΐς AP6.299
(Phan., sed leg. - ευτής).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰπνίτης
См. также в других словарях:
-ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… … Dictionary of Greek
κριμνίτης — κριμνίτης, ὁ (Α) [κρίμνον] φρ. «κριμνίτης ἄρτος» άρτος παρασκευασμένος από χοντροαλεσμένο κριθάρι, κατώτερης ποιότητας ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίμνον + ίτης, κατάλ. που απαντά και σε άλλες ονομασίες άρτων (πρβλ. ζυμ ίτης, ιπν ίτης] … Dictionary of Greek