-
1 ἰπνοκαύστης
ἰπνο-καύστης, =Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰπνοκαύστης
См. также в других словарях:
νεκροκαύστης — ο (Α νεκροκαύστης) αυτός που καίει τους νεκρούς νεοελλ. αυτός που υποστηρίζει ή επιδιώκει την αντικατάσταση τού ενταφιασμού με την καύση τών νεκρών σε ειδικούς κλιβάνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + καύστης (< καίω), πρβλ. ιπνο καύστης, καμινο… … Dictionary of Greek