-
1 ἐρατογλέφαρος
ἐρᾰτο-γλέφᾰρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρατογλέφαρος
-
2 ἱανογλέφαρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱανογλέφαρος
-
3 ἰανογλέφαρος
Grammatical information: adj.Meaning: `with violet-blue eyes'(Alkm. 13, 69, of girls), cf. ἰανοκρήδεμνος ἴοις ὅμοιον τὸ ἐπικράνισμα H.;Compounds: so extended from ἰο-γλέφαρος (Pi.) after the comparable compp. with κυανο- (ἰανογλέφαρος - χαίτης etc.; κυανοβλέφαρος first AP 5, 60); note also ἀγανο-βλέφαρος (Ibyc.). Also ἰανόφρυς PMich. 11, 13 after κυανόφρυς.Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: On ἰανογλέφαρος Taillardat Rev. de phil. 79, 131ff., and Treu Von Homer zur Lyrik 265 u. 285. Not with Kretschmer KZ 32, 539, Johansson ibd. 543 = ἑᾱνός; nor with Bq (s. ἑᾱνός) from ἰαίνω.Page in Frisk: 1,704Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἰανογλέφαρος
См. также в других словарях:
ιανογλέφαρος — ἱανογλέφαρος, ον (Α) αυτός που έχει μάτια με βιολετί χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιο γλέφαρος, με παρέκταση κατά τα σύνθ. με α συνθετικό κυανο (πρβλ. κυανο βλέφαρος)] … Dictionary of Greek