-
21 Ιουδαίων
-
22 Ἰουδαίων
-
23 Ἰουδαία
Ἰουδαία, ας, ἡ (יְהוּדָה; but the word is to be derived fr. Aram. יְהוּדַי; fr. the adj. Ἰουδαῖος with γῆ or χώρα supplied, as Philo, Leg. ad Gai. 281) ‘Judea’ (since Clearchus, the pupil of Aristotle: Fgm. 6 [ in Jos., C. Ap. 1, 179]; ins [Schürer II 1 n. 2]; PRyl 189, 5; LXX; Philo).① the southern part of Palestine in contrast to Samaria, Galilee, Perea and Idumea, Judea (s. Mk 3:7f; Ac 9:31; so LXX and oft. Joseph., Just. Also Strabo 16, 2, 34 w. Galil. and Samar.) Mt 2:1, 5, 22; 3:1; 4:25; 24:16; Mk 3:7; 13:14; Lk 1:65; 2:4; 3:1; 5:17; 6:17; 21:21; J 4:3, 47, 54; 7:1, 3; 11:7; Ac 1:8; 8:1; 9:31; 12:19; 15:1; 21:10; 28:21; Ro 15:31; 2 Cor 1:16; Gal 1:22; AcPl Ha 8, 29f=BMM verso 2. Metaph. of the inhabitants Mt 3:5 (Ἰ. χώρα Mk 1:5; see Ἰουδαῖος 1).—Buhl 64–75; HGuthe, RE IX 556–85; XXIII 713f (lit.); BHHW II 901; YAharoni, The Land of the Bible2 ’79; MStern, in CRINT I/1, 308–76.② Judea, broadly understood as the region occupied by the people of Israel, Judea =‘land of the Judeans (Jews)’, i.e. Palestine (Nicol. Dam. [I B.C.]: 90 Fgm. 96 Jac. [in Jos., Ant. 14, 9]; Diod S 40, 3, 2; Strabo 16, 2, 34; Memnon [I B.C. / I A.D.]: 434 Fgm. 1, 18, 9 Jac.; Ptolem. 5, 16, 1; cp. 15, 6–8 and Apotelesmatica 2, 3, 29 and 31. Cass. Dio 37, 16; 47, 28; Tacitus, Hist. 5, 9, 1; LXX; EpArist 4 and12; Philo, Leg. ad Gai. 200; Joseph.; Just., D. 32, 4.—On the NT: ELevesque, Vivre et Penser 3, ’43/44, 104–11 denies the wider use) Lk 1:5; 4:44 (v.l. Γαλιλαίας, s. the entry, end); 7:17; 23:5; Ac 10:37; 11:1, 29; 1 Th 2:14. πᾶσα ἡ χώρα τῆς Ἰ. the whole Judean (Jewish) country Ac 26:20. εἰς τὰ ὅρια τῆς Ἰ. πέραν τοῦ Ἰορδάνου into the Judean (Jewish) territory beyond the Jordan Mt 19:1; cp. Mk 10:1. On the mention of Judea Ac 2:9 cp. the variants and conjectures in Nestle; EvDobschütz, ZWT 45, 1902, 407–10; Harnack, AG 1908, 65f; SKrauss, ZDPV 33, 1910, 225; OLagercrantz, Eranos 10, 1910, 58–60; LKöhler, ET 22, 1911, 230f. Also BZ 1, 1903, 219; 7, 1909, 219; 9, 1911, 218; ZNW 9, 1908, 253f; 255f; Haenchen ad loc.; TRE XXV 591–96.—OEANE III 253–57. M-M. EDNT. TW. -
24 Ελλην
-
25 Ἰσραηλίτης
Израильтянин; син. Ἑβραῖος, Ἰουδαῖος.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Ἰσραηλίτης
-
26 Ιουδαία
-
27 Ἰουδαῖα
-
28 Ιουδαίαι
-
29 Ἰουδαῖαι
-
30 Ιουδαίε
-
31 Ἰουδαῖε
-
32 Ιουδαίοι
-
33 Ἰουδαῖοι
-
34 Ιουδαίαι
-
35 Ἰουδαίαι
-
36 Ιουδαίαν
-
37 Ἰουδαίαν
-
38 Ιουδαίη
-
39 Ἰουδαίη
-
40 Ιουδαίης
См. также в других словарях:
Ἰουδαῖος — a Jew masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιουδαίος — ο, θηλ. α (ΑΜ Ἰουδαῑος) 1. αυτός που ανήκει στον ιουδαϊκό λαό, στην ιουδαϊκή κοινότητα 2. φρ. «περιπλανώμενος Ιουδαίος» α) το μυθ. πρόσωπο Αχασβήρος β) κάθε άνθρωπος που μετακινείται διαρκώς χωρίς να ησυχάζει και να διαμένει μονίμως κάπου.… … Dictionary of Greek
περιπλανώμενος Ιουδαίος — Πρωταγωνιστής ενός γνωστού μεσαιωνικού θρύλου, που μιλά για έναν Ιουδαίο ονομαζόμενο Αχασβήρο, ο οποίος δεν επέτρεψε στον Ιησού να ακουμπήσει στον τοίχο του σπιτιού του, ενώ μετέφερε με μεγάλη δυσκολία το σταυρό στο Γολγοθά. Κατά το θρύλο, του… … Dictionary of Greek
Ἰουδαῖον — Ἰουδαῖος a Jew masc acc sg Ἰουδαῖος a Jew neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φλάβιος Ιώσηπος — Ιουδαίος ιστορικός. (37 μ.Χ. – ;). Γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ, κατά την επικρατέστερη άποψη, και καταγόταν από ιερατική οικογένεια. Είχε πλούσια μόρφωση και ήταν βαθύς γνώστης του ιουδαϊκού νόμου. Mελέτησε επίσης τις ιουδαϊκές αιρέσεις των… … Dictionary of Greek
Χαλεβή, Ιούδας μπεν — Ιουδαίος ποιητής της μεταβιβλικής περιόδου (11ος – 12ος αι.). Γεννήθηκε στην Ισπανική Καστίλη και αρχικά άσκησε το επάγγελμα του γιατρού στο Τολέντο. Το σπουδαίο ποιητικό του έργο χαρακτηρίζεται από την τελειότητα των μορφών και τον πλούτο των… … Dictionary of Greek
Ἰουδαῖα — Ἰουδαῖος a Jew neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰουδαῖαι — Ἰουδαῖος a Jew fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰουδαῖε — Ἰουδαῖος a Jew masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰουδαῖοι — Ἰουδαῖος a Jew masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Enfant juif — Juifs Pour les articles homonymes, voir Juif (homonymie) … Wikipédia en Français