Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἰοειδῆ

  • 1 ιοειδή

    ἰοειδής
    like the flower: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)
    ἰοειδής
    like the flower: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)
    ἰοειδής
    like the flower: masc /fem acc sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > ιοειδή

  • 2 ἰοειδῆ

    ἰοειδής
    like the flower: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)
    ἰοειδής
    like the flower: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)
    ἰοειδής
    like the flower: masc /fem acc sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > ἰοειδῆ

См. также в других словарях:

  • ιοειδή — Οι μικρότεροι γνωστοί παράγοντες μολυσματικών ασθενειών που απαντούν αποκλειστικά στα φυτά. Πρόκειται για πολύ μικρά μόρια μονόκλωνου RNA (πολύ μικρότερα σε σχέση με τους τυπικούς φυτικούς ιούς), τα οποία στερούνται πρωτεϊνικού καλύμματος… …   Dictionary of Greek

  • ἰοειδῆ — ἰοειδής like the flower neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἰοειδής like the flower masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἰοειδής like the flower masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστερίας — Κοινή ονομασία των εχινοδέρμων που ανήκουν στην ομοταξία των αστεροειδών, που ονομάστηκαν έτσι λόγω της χαρακτηριστικής αστεροειδούς μορφής τους. Χωρίζονται σε δύο τάξεις: τους φανεροζωνίδες, των οποίων οι βραχίονες είναι μακροί και ο σωματικός… …   Dictionary of Greek

  • ιοειδής — (I) ές (Α ἰοειδής, ές) αυτός που έχει το χρώμα τού ίου, μενεξεδής, ιόχρους («ἰοειδέα πόντον», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιοειδή οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών αρχ. 1. αυτός που ευωδιάζει όπως το ίον, ευώδης 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek

  • ιονίδιο — το βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας ιοειδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + υποκορ. κατάλ. ίδιο (πρβλ. σφαιρ ίδιο, χοιρ ίδιο)] …   Dictionary of Greek

  • σπίλος — (Ιατρ.). Δυσπαλία των ιστών που συχνότερα και εμφανέστερα προσβάλλει το δέρμα. Οι σ. προέρχονται από συσσώρευση κυττάρων γεμάτων με μελανίνη, που ονομάζονται μελανοφόρα κύτταρα. Η όψη τους εξαρτιέται από τον αριθμό αλλά και από την κατάσταση των… …   Dictionary of Greek

  • ενδοπαρασιτισμός ή ενδοκυτταρικός παρασιτισμός — Μορφή παρασιτισμού κατά την οποία το παράσιτο ζει και πολλαπλασιάζεται στο εσωτερικό του κυττάρου του ξενιστή. Οι ιοί αναφέρονται ως ενδοκυτταρικά παράσιτα, επειδή χρειάζονται υποχρεωτικά ένα κύτταρο ξενιστή για την αναπαραγωγή και την έκφραση… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»