-
1 ιοδνεφης
См. также в других словарях:
ιοδνεφής — ἰοδνεφής, ές (Α) αυτός που έχει χρώμα σκοτεινό, μενεξεδί, όπως το ίον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + δνεφής (< αμάρτ. *δνέφος, αντί δνόφος «σκότος»)] … Dictionary of Greek
ἰοδνεφές — ἰοδνεφής dark as the flower masc/fem voc sg ἰοδνεφής dark as the flower neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίον — (Yonne). Νομός της κεντροανατολικής Γαλλίας (7.427 τ. χλμ., 333.221 κάτ. το 1999) στη Βουργουνδία. Πρωτεύουσα του νομού είναι η πόλη Οσέρ. Ο νομός διασχίζεται από τον ομώνυμο ποταμό και τους παραποτάμους του Κιρ, Σερέν και Αρμανσόν. Στο… … Dictionary of Greek
kʷsep- (?) (*ĝʷhsep-) — kʷsep (?) (*ĝʷhsep ) English meaning: dark Deutsche Übersetzung: and einigermaßen anklingende words for “Dunkel” Material: O.Ind. kṣáp, kṣapü “night”, Av. xšap “darkness”; common O.Ind. ĝh > kṣ : O.Pers. ĝh > xš :… … Proto-Indo-European etymological dictionary