Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἰογλέφαρος

См. также в других словарях:

  • ἰογλέφαρος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλέφαρο — το (AM βλέφαρον) κινητό κάλυμμα του ματιού που προφυλάσσει το ματόφυλλο μσν. νεοελλ. η έκφραση των ματιών νεοελλ..1. το μέτωπο αρχ. βλέφαρα τα μάτια 2. φρ. α) «ἁμέρας βλέφαρον» ήλιος β) «νυκτὸς βλέφαρον» η νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική, που… …   Dictionary of Greek

  • ιοβλέφαρος — ἰοβλέφαρος, δωρ. τ. ἰογλέφαρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει βλεφαρίδες με το χρώμα τού ίου («ἰοβλέφαρον τὴν Ἀφροδίτην», Λουκιαν.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἰοβλέφαροι καλλιβλέφαροι». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. καλλι βλέφαρος,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»