-
1 ιογλέφαρος
-
2 ἰογλέφαρος
-
3 ιογλεφαρος
-
4 ἰογλέφαρος
ἰογλέφαρος, -ον1 violet-eyed test., Lucian., pro imag. 26: ἕτερος δέ τις ἰοβλέφαρον τὴν Ἀφροδίτην εἶπε cf. pseudo-Lucian, imag. 8: συνεπιλήψεται δὲ τοῦ ἔργου αὐτῷ καὶ ὁ Θηβαῖος ποιητής, ὡς ἰογλέφαρον ἐξεργάσασθαι (Boeckh: τὸ βλέφαρον codd.) fr. 307, but v. Bacch., s. v. -
5 ἰο-βλέφαρος
ἰο-βλέφαρος, veilchen-, dunkeläugig; Aphrodite, Pind. bei Luc. imagg. 8, vgl. Imagg. 26; ἰογλέφαρος Pind. frg. 113.
-
6 ιοβλεφαρος
-
7 Ἀφροδίτα
Ἀφροδῑτα wife of Ares, goddess of love.aτὰν ποντίαν ὑμνέων, παῖδ' Ἀφροδίτας Ἀελίοιό τε νύμφαν, Ῥόδον O. 7.14
Κινύραν ἱερέα κτίλον Ἀφροδίτας P. 2.17
“ χαλκάρματος πόσις Ἀφροδίτας” P. 4.88 γλυκὺν ἀμφὶ κᾶπον Ἀφροδίτας in Cyrene P. 5.24 ἑλικώπιδος Ἀφροδίτας ἄρουραν ἢ Χαρίτων ἀναπολίζομεν (cf. Pae. 6.4: “as to the relation between Pindar and Thrasyboulos, there is nothing unlikely in the assumption that is was erotic”. Burton) P. 6.1ὑπέδεκτο δ' ἀργυρόπεζ ᾰφροδίτα Δάλιον ξεῖνον P. 9.9
Ὥρα πότνια, κάρυξ Ἀφροδίτας ἀμβροσιᾶν φιλοτάτων N. 8.1
ὅστις ἐὼν καλὸς εἶχεν Ἀφροδίτας εὐθρόνου μνάστειραν ἁδίσταν ὀπώραν I. 2.4
τόνδε [παι]ᾶνα [δι]ώξω Δηρηνὸν Ἀπόλλωνα πάρ τ' Ἀφρο[δίταν Pae. 2.5
σε, χρυσέα κλυτόμαντι Πυθοῖ, λίσσομαι Χαρίτεσσίν τε καὶ σὺν Ἀφροδίτᾳ Pae. 6.4
πολλάκι ματέῤ ἐρώτων οὐρανίαν πτάμεναι νοήματι πρὸς Ἀφροδίταν fr. 122. 5. πρὸς δ' Ἀφροδίτας ἀτιμασθεὶς ἑλικογλεφάρου fr. 123. 6. ( Ἀφροδίτα) ἰογλέφαρος fr. 307.b generally, love ὑπ' Ἀπόλλωνι γλυκείας πρῶτον ἔψαυσ Ἀφροδίτας sc. Euadne O. 6.35
См. также в других словарях:
ἰογλέφαρος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλέφαρο — το (AM βλέφαρον) κινητό κάλυμμα του ματιού που προφυλάσσει το ματόφυλλο μσν. νεοελλ. η έκφραση των ματιών νεοελλ..1. το μέτωπο αρχ. βλέφαρα τα μάτια 2. φρ. α) «ἁμέρας βλέφαρον» ήλιος β) «νυκτὸς βλέφαρον» η νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική, που… … Dictionary of Greek
ιοβλέφαρος — ἰοβλέφαρος, δωρ. τ. ἰογλέφαρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει βλεφαρίδες με το χρώμα τού ίου («ἰοβλέφαρον τὴν Ἀφροδίτην», Λουκιαν.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἰοβλέφαροι καλλιβλέφαροι». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. καλλι βλέφαρος,… … Dictionary of Greek