-
1 ιοβόλους
-
2 ἰοβόλους
См. также в других словарях:
ἰοβόλους — ἰ̱οβόλους , ἰοβόλος shooting arrows masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολουβρίδες — (colubridae). Οικογένεια φιδιών της τάξης των φολιδωτών, η οποία περιλαμβάνει δηλητηριώδεις και μη αντιπροσώπους. Οι κ., οι διαστάσεις των οποίων ποικίλλουν από μερικές δεκάδες εκατοστά έως 3 μ. ή και περισσότερο, δεν είναι θραυστήρες ή… … Dictionary of Greek