-
1 ιοβόλοισιν
-
2 ἰοβόλοισιν
См. также в других словарях:
ἰοβόλοισιν — ἰ̱οβόλοισιν , ἰοβόλος shooting arrows masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ιοβόλοισιν
2 ἰοβόλοισιν
ἰοβόλοισιν — ἰ̱οβόλοισιν , ἰοβόλος shooting arrows masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)