Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἰοβόλα

См. также в других словарях:

  • ἰοβόλα — ἰ̱οβόλα , ἰοβόλος shooting arrows neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φίδια — (οφίδια). Υπόταξη της ομοταξίας των ερπετών, που αποτελούν, μαζί με τα σαυροειδή, την τάξη των λεπιδωτών. Τα φ. παρουσιάζουν διάφορα τυπικά χαρακτηριστικά, μεταξύ των οποίων κυρίως το σχήμα, πάντοτε επίμηκες, και η έλλειψη άκρων (μόνο σε μερικά… …   Dictionary of Greek

  • σωληνόγλυφα — (solenoglypha). Ομάδα ερπετών, ανάμεσα στα οποία οι κροταλίες και οι οχιές, των οποίων τα ιοβόλα δόντια, μεγαλύτερα από τ’ άλλα, παρουσιάζουν ένα μικρό αυλάκι, ανοιχτό προς την κορυφή, που συνδέεται στη βάση, με δηλητηριώδεις αδένες. Στα σ.… …   Dictionary of Greek

  • ιοβόλος — (I) ον (ΑΜ ἰοβόλος, ον) (για τόξο) αυτό που ρίχνει βέλος, αυτό που τοξεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (II) + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πυρο βόλος, σφαιρο βόλος]. (II) ο (ΑΜ ἰοβόλος, ον) 1. αυτός που χύνει δηλητήριο, δηλητηριώδης, φαρμακερός… …   Dictionary of Greek

  • μονοτρήματα — Μοναδική τάξη θηλαστικών χωρίς πλακούντα που αναπαράγονται με ωοτοκία. Στα ζώα αυτά, όπως και στα ερπετά και στα πουλιά, το πεπτικό έντερο και τα ουρογεννητικά όργανα εκβάλλουν σε μία κοινή κύστη, την αμάρα, που έχει ένα μόνο εξωτερικό άνοιγμα… …   Dictionary of Greek

  • οπισθόγλυφα — Ομάδα φιδιών της οικογένειας των κολουβριδών, που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη δοντιών με ιοβόλο αυλάκι, που βρίσκεται στην πίσω επιφάνεια τους. Τα φίδια όμως αυτά δεν μπορούν να εκτοξεύσουν το δηλητήριό τους παρά μόνο στο ζωντανό θήραμα που… …   Dictionary of Greek

  • προτερόγλυφος — η, ο, Ν φρ. «προτερόγλυφα φίδια» ζωολ. κατηγορία φιδιών τών οποίων τα ιοβόλα δόντια φέρουν αύλακα για τη διοχέτευση τού δηλητηρίου στη σάρκα τής λείας και βρίσκονται στο πρόσθιο τμήμα τής άνω γνάθου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • τριγωνοκέφαλος — ο, Ν 1. αυτός που παρουσιάζει τριγωνοκεφαλία 2. ζωολ. γένος οφιδίων που περιλαμβάνει ιοβόλα φίδια τών οποίων το μήκος φθάνει μέχρι και 1,50 μέτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trigonocephalous < τρίγωνος + κέφαλος (< κεφαλή). Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • μαγκούστα — Κοινή ονομασία ειδών της οικογένειας των σαρκοφάγων θηλαστικών βιβεριδών, η οποία περιλαμβάνει είδη ενδημικά της Αφρικής, της Ασίας και της νότιας Ευρώπης. Από τα κυριότερα είδη είναι το Herpestes ichneumon, γνωστό και με την ονομασία ιχνεύμων,… …   Dictionary of Greek

  • ιοβόλος — α, ο 1. αυτός που χύνει δηλητήριο, φαρμακερός: Ο σκορπιός είναι ιοβόλο ζώο. 2. μτφ., συκοφάντης, μοχθηρός: Ιοβόλα ψυχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»