-
1 ιξού
ἰ̱ξοῦ, ἰξόομαιto be smeared with birdlime: imperf ind mp 2nd sgἰξόομαιto be smeared with birdlime: pres imperat mp 2nd sgἰξόομαιto be smeared with birdlime: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)ἰξόςoak-mistletoe: masc gen sg -
2 ἰξοῦ
ἰ̱ξοῦ, ἰξόομαιto be smeared with birdlime: imperf ind mp 2nd sgἰξόομαιto be smeared with birdlime: pres imperat mp 2nd sgἰξόομαιto be smeared with birdlime: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)ἰξόςoak-mistletoe: masc gen sg -
3 ἐγχρίω
A anoint, J., cf. AP11.117 (Strat.);τοὺς ὀφθαλμούς Apoc.3.18
: metaph.,ψευδηγόροις φήμαις ἐγχρίειν ἔπη Lyc. 1455
:—[voice] Med., anoint oneself,ἰξοῦ Str. 15.1.29
; ἐ. τὸ πρόσωπον Nic.Dam.p.2 D.: abs., Arr.Epict.2.21.20, etc.:—[voice] Pass., Ph. 1.526.
См. также в других словарях:
ἰξοῦ — ἰ̱ξοῦ , ἰξόομαι to be smeared with birdlime imperf ind mp 2nd sg ἰξόομαι to be smeared with birdlime pres imperat mp 2nd sg ἰξόομαι to be smeared with birdlime imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) ἰξός oak mistletoe masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυοκολάπτης — Κοινή ονομασία πτηνών της οικογένειας των δρυοκολαπτιδών, που είναι η σπουδαιότερη της τάξης των δρυοκολαπτομόρφων. Οι δ. διακρίνονται για ορισμένες συνήθειες και ανατομικές ιδιαιτερότητές τους. Αναρριχώνται με ευκολία στους κορμούς των δέντρων,… … Dictionary of Greek
ιξεύω — (Α ἰξεύω) [ιξός] 1. πιάνω πουλιά με ιξόβεργα 2. (γενικώς) συλλαμβάνω, πιάνω νεοελλ. αλείφω με κόλλα ιξού … Dictionary of Greek
ιξοβόρος — ο (Α ἰξοβόρος, ον) νεοελλ. πτηνό τής οικογένειας κοσσυφίδες ή τουρδίδες αρχ. 1. αυτός που τρώει τον καρπό τού ιξού («κίχλη ἰξοβόρος», Αριστοτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰξοβόρος είδος πτηνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + βόρος (< βορά < βιβρώσκω), πρβλ … Dictionary of Greek
κόκκωνας — ο (Α κόκκων, ωνος) νεοελλ. το σπέρμα τών κώνων τού πεύκου, το κουκουνάρι αρχ. 1. ο κόκκος τής ροδιάς 2. (κατά τον Ησύχ.) το σπέρμα τού ιξού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος + επίθημα ων / ωνος (πρβλ. δρόμ ων, κώδ ων)] … Dictionary of Greek
παρασιτισμός — Είδος συμβίωσης μεταξύ ενός φυτικού ή ζωικού οργανισμού, ο οποίος λέγεται παράσιτο, και ενός άλλου, του ξενιστή, από τον οποίο ο πρώτος αντλεί τουλάχιστον ένα μέρος από τις θρεπτικές ουσίες που του είναι αναγκαίες για να ζει. Ωστόσο, η συμβίωση… … Dictionary of Greek