-
1 ινδαλμόν
-
2 ἰνδαλμόν
См. также в других словарях:
ἰνδαλμόν — ἰνδαλμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ινδαλμόν
2 ἰνδαλμόν
ἰνδαλμόν — ἰνδαλμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)