-
1 ιλυσπαστικος
-
2 ἰλυσπαστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰλυσπαστικός
-
3 ιλυσπαστικά
ἰλυσπαστικόςof: neut nom /voc /acc plἰλυσπαστικά̱, ἰλυσπαστικόςof: fem nom /voc /acc dualἰλυσπαστικά̱, ἰλυσπαστικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
4 ἰλυσπαστικά
ἰλυσπαστικόςof: neut nom /voc /acc plἰλυσπαστικά̱, ἰλυσπαστικόςof: fem nom /voc /acc dualἰλυσπαστικά̱, ἰλυσπαστικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 εἰλητικός
A v.l. for ἰλυσπαστικός (q. v.) in Arist.HA 487b21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰλητικός
См. также в других словарях:
ιλυσπαστικός — ἰλυσπαστικός, ή, όν (Α) [ιλυσπώμαι] αυτός που δημιουργεί ελικοειδή, περιστροφική κίνηση … Dictionary of Greek
ἰλυσπαστικά — ἰλυσπαστικός of neut nom/voc/acc pl ἰλυσπαστικά̱ , ἰλυσπαστικός of fem nom/voc/acc dual ἰλυσπαστικά̱ , ἰλυσπαστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)