Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἰλιγγιῶν

См. также в других словарях:

  • ἰλιγγιῶν — ἰ̱λιγγιῶν , ἰλιγγιάω become dizzy pres part act masc voc sg ἰ̱λιγγιῶν , ἰλιγγιάω become dizzy pres part act neut nom/voc/acc sg ἰ̱λιγγιῶν , ἰλιγγιάω become dizzy pres part act masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰλιγγίων — ἰ̱λιγγίων , ἰλιγγιάω become dizzy imperf ind act 3rd pl ἰ̱λιγγίων , ἰλιγγιάω become dizzy imperf ind act 1st sg ἰ̱λιγγίων , ἰλιγγιάω become dizzy imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἰ̱λιγγίων , ἰλιγγιάω become dizzy imperf ind act 1st sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υψηλός — ή, ό / ὑψηλός, ή, όν, ΝΜΑ, και ψηλός και αψηλός Ν, θηλ. και ός Α 1. (συν. σε σύγκριση με τον μέσο όρο) αυτός που έχει μεγάλο ύψος (α. «υψηλό ανάστημα» β. «τὴν δ ἐκίχανεν πύργῳ ἐφ ὑψηλῷ», Ομ. Ιλ.) 2. (με τοπ. σημ.) αυτός που βρίσκεται σε αρκετό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»