-
1 ιλιγγιά
ἰ̱λιγγιᾶ, ἰλιγγιάωbecome dizzy: pres subj act 1st sg (doric aeolic)ἰ̱λιγγιᾶ, ἰλιγγιάωbecome dizzy: pres ind act 1st sg (doric aeolic)——————ἰ̱λιγγιᾷ, ἰλιγγιάωbecome dizzy: pres subj mp 2nd sgἰ̱λιγγιᾷ, ἰλιγγιάωbecome dizzy: pres ind mp 2nd sg (epic)ἰ̱λιγγιᾷ, ἰλιγγιάωbecome dizzy: pres subj act 3rd sgἰ̱λιγγιᾷ, ἰλιγγιάωbecome dizzy: pres ind act 3rd sg (epic) -
2 ιλιγγία
ἰ̱λιγγίᾱ, ἰλιγγιάωbecome dizzy: imperf ind act 3rd sgἰ̱λιγγίᾱ, ἰλιγγιάωbecome dizzy: pres imperat act 2nd sgἰ̱λιγγίᾱ, ἰλιγγιάωbecome dizzy: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
3 ἰλιγγία
ἰ̱λιγγίᾱ, ἰλιγγιάωbecome dizzy: imperf ind act 3rd sgἰ̱λιγγίᾱ, ἰλιγγιάωbecome dizzy: pres imperat act 2nd sgἰ̱λιγγίᾱ, ἰλιγγιάωbecome dizzy: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
4 ἰλιγγιᾶ
Βλ. λ. ιλιγγιά -
5 ἰλιγγιᾷ
Βλ. λ. ιλιγγιά -
6 ίλιγγιάω
ίλιγγιάω, am Schwindel leiden, οἱ πάνυ παλαιοὶ ἄνϑρωποι ἀεὶ ἰλιγγιῶσι Plat. Crat. 411 b, ἡ ψυχὴ ἰλιγγιᾷ ὥςπερ μεϑύουσα Phaed. 79 c; übertr., verwirrt, bestürzt sein, ὑπὸ τοῠ δέους τῶν ὅπλων Ar. Ach. 581, vgl. ἰλ. κάρα λίϑῳ πεπληγμένος 1218, ἐσκοτώϑην καὶ ἰλιγγίασα εἰπόντος αὐτοῦ ταῠτα Plat. Prot. 339 e, καὶ χασμάομαι Gorg. 486 b 527 a; ὑπὸ τῆς τοῦ λόγου ἀπορίας Lys. 216 c; Sp., wie Plut., ἐπί τινι, Luc. Tox. 30; πρός τι, Hel. 5, 6. – Auch εἰλιγγιάω.
-
7 ιλιγγιαω
(ῑλ), тж. εἰλιγγιάω испытывать головокружение, быть близким к обмороку(ὑπὸ τῆς τοῦ λόγου ἀπορίας Plat.; ὑπὸ τοῦ δέους Arph.; πρὸς τέν ὄψιν Plut.)
ἰλιγγιᾷ ὥσπερ μεθύουσα Plat. — (душа) охвачена, словно пьяная, головокружением;εἰλιγγιῶ κάρα λίθῳ πεπληγμένος Arph. — от удара камнем в голову у меня голова кружится;ἐσκοτώθην καὴ ἰλιγγίασα Plat. — у меня в глазах потемнело, и голова пошла кругом -
8 περιτρέπω
A turn and bring round, divert, τὴν ἀναθυμίασιν εἴσω -τρέπεσθαι is diverted inwards, Arist.Mete. 367a32 ; ;γυναῖκάς φασι τοῖς ἀνδράσι περιτρέπειν τὰ σφέτερ' αὐτῶν ἁμαρτήματα Aristid.2.420
J.;εἰς τοὐναντίον τὸν λόγον Eus.Mynd.2
;ἐπὶ θάτερα Aristid.1.112
J.;τὸ σφάλμα εἰς ἄλλο μακρῷ αἰσιώτερον περιετράπη Luc.Laps.15
;ὁ λόγος εἰς ὄνειδος -τέτραπται Plu.2.1036f
; π. τινὰ εἰς μανίαν, εἰς χαράν, Act.Ap.26.24, J.AJ9.4.4;εἰς ἄλγημα Sor.1.26
([voice] Pass.): c. inf., τοὐναντίον π. τιμηνύειν bring a thing round to signify the opposite, Pl.Cra. 418b.2 turn upside down, upset,χειμὼν π. τὴν ναῦν Luc.Cont.7
; περιτραπεὶς Ὀδυσσεύς capsized, Plu.2.831d ; τῇ ῥύμῃ τοῦ ἵππου τινὰ π. Id.Marc.7 : metaph., [ὕψος] περιέτρεψεν ἢ χρόνος τις ἢ φθόνος Trag.Adesp.547.4
;π. θρόνους δικαστῶν LXX Wi.5.23
; π. εἰς κακοτροφίαν pervert, Ath.Med. ap. Orib. inc.21.1 ;μή τις.. βασκανία π. τὸν λόγον Pl.Phd. 95b
; refute,π. σεαυτόν Id.Ax. 37o
a, cf. Aps.p.278 H.:—[voice] Pass.,τὸ παράδειγμα περιτέτραπται Luc.JTr.49
; of a person, collapse in argument, Phld.Sign.29; refute oneself, D.L.3.35 ;περιτρέπεται ὁ λόγος Dam.Pr.7
.4 [voice] Pass., to be folded over, of skin, Gal.UP3.12.5 περιτρέπεται· ἰλιγγιᾷ, Hsch.II intr. in [tense] aor. 2, turn or go round,περὶ δ' ἔτραπον ὧραι Od.10.469
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιτρέπω
См. также в других словарях:
ἰλιγγιᾶ — ἰ̱λιγγιᾶ , ἰλιγγιάω become dizzy pres subj act 1st sg (doric aeolic) ἰ̱λιγγιᾶ , ἰλιγγιάω become dizzy pres ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰλιγγιᾷ — ἰ̱λιγγιᾷ , ἰλιγγιάω become dizzy pres subj mp 2nd sg ἰ̱λιγγιᾷ , ἰλιγγιάω become dizzy pres ind mp 2nd sg (epic) ἰ̱λιγγιᾷ , ἰλιγγιάω become dizzy pres subj act 3rd sg ἰ̱λιγγιᾷ , ἰλιγγιάω become dizzy pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰλιγγία — ἰ̱λιγγίᾱ , ἰλιγγιάω become dizzy imperf ind act 3rd sg ἰ̱λιγγίᾱ , ἰλιγγιάω become dizzy pres imperat act 2nd sg ἰ̱λιγγίᾱ , ἰλιγγιάω become dizzy imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιτρέπω — ΝΜΑ νεοελλ. μέσ. περιτρέπομαι (για πλοίο) ανατρέπομαι λόγω μετατόπισης τού κέντρου βάρους και η τρόπιδα, η καρίνα, έρχεται προς τα πάνω μσν. (για δέρμα) ζαρώνω, σχηματίζω ρυτίδες μσν. αρχ. 1. ανατρέπω, αναποδογυρίζω 2. διαστρέφω, διαστρεβλώνω 3.… … Dictionary of Greek
πλανώ — πλανῶ, άω, ΝΜΑ 1. περιφέρω κάποιον ή κάτι εδώ κι εκεί 2. μτφ. εκτρέπω κάποιον από την ορθή οδό, δημιουργώ ψευδή αντίληψη, εξαπατώ, ξεγελώ (α. «δε μέ πλανούν τα λόγια σου / και πλιο πικρά ακόμα», Κρυστ. β. «ἆρ ἔστιν; ἆρ οὐκ ἔστιν; ἤ γνώμη πλανᾷ»,… … Dictionary of Greek