Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἰλιγγιᾷ

См. также в других словарях:

  • ἰλιγγιᾶ — ἰ̱λιγγιᾶ , ἰλιγγιάω become dizzy pres subj act 1st sg (doric aeolic) ἰ̱λιγγιᾶ , ἰλιγγιάω become dizzy pres ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰλιγγιᾷ — ἰ̱λιγγιᾷ , ἰλιγγιάω become dizzy pres subj mp 2nd sg ἰ̱λιγγιᾷ , ἰλιγγιάω become dizzy pres ind mp 2nd sg (epic) ἰ̱λιγγιᾷ , ἰλιγγιάω become dizzy pres subj act 3rd sg ἰ̱λιγγιᾷ , ἰλιγγιάω become dizzy pres ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰλιγγία — ἰ̱λιγγίᾱ , ἰλιγγιάω become dizzy imperf ind act 3rd sg ἰ̱λιγγίᾱ , ἰλιγγιάω become dizzy pres imperat act 2nd sg ἰ̱λιγγίᾱ , ἰλιγγιάω become dizzy imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτρέπω — ΝΜΑ νεοελλ. μέσ. περιτρέπομαι (για πλοίο) ανατρέπομαι λόγω μετατόπισης τού κέντρου βάρους και η τρόπιδα, η καρίνα, έρχεται προς τα πάνω μσν. (για δέρμα) ζαρώνω, σχηματίζω ρυτίδες μσν. αρχ. 1. ανατρέπω, αναποδογυρίζω 2. διαστρέφω, διαστρεβλώνω 3.… …   Dictionary of Greek

  • πλανώ — πλανῶ, άω, ΝΜΑ 1. περιφέρω κάποιον ή κάτι εδώ κι εκεί 2. μτφ. εκτρέπω κάποιον από την ορθή οδό, δημιουργώ ψευδή αντίληψη, εξαπατώ, ξεγελώ (α. «δε μέ πλανούν τα λόγια σου / και πλιο πικρά ακόμα», Κρυστ. β. «ἆρ ἔστιν; ἆρ οὐκ ἔστιν; ἤ γνώμη πλανᾷ»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»