Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἰκτῖνοι

См. также в других словарях:

  • ἰκτῖνοι — ἰκτῖνος kite masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴκτινοι — ἴκτινος kite masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

  • ακιπιτρίδες — (accipitridae). Οικογένεια πτηνών της τάξης των ιερακομόρφων, της υφομοταξίας των ατροπιδοφόρων. Οι α. περιλαμβάνουν τις οκτώ ακόλουθες υποοικογένειες: Ελανίδες. Είναι αρπακτικά πουλιά,πουτρέφονται με ερπετά, αμφίβια και έντομα και κυνηγούν μόνο… …   Dictionary of Greek

  • αρπακτικά — Τάξη της παλαιότερης συστηματικής κατάταξης των πτηνών, που περιλάμβανε όλα τα ημερόβια και νυκτόβια α. πουλιά. Η τάξη αυτή, που δεν χρησιμοποιείται πια από τη συστηματική, ανήκε στην υφομοταξία των τροπιδωτών και χωριζόταν στις δύο υποτάξεις των …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»