-
1 ικμας
- άδος ἥ1) влага, влажность(ἰκμάδος ἐοτὴ οὐδὲν, sc. ἐν τῇ Λιβύῃ Her.; ἰ. αἱματική Arst.; τὸ γεῶδες ἔρημον ἰκμάδος Plut.)
διὰ τὸ μέ ἔχειν ἰκμάδα NT. — за отсутствием влаги;ἥ ἰ. τῇς φροντίδος Arph. — влага мысли (пародия на идею Фалеса о влаге, как первоначале всех вещей)2) сокἰ. Βάκχου Anth. — вино;
ἰ. δρυός Anth. — древесная камедь -
2 ἰκμάς
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἰκμάς
-
3 ικμάς
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ικμάς
-
4 ἰκμάς
влага, влажность.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἰκμάς
-
5 ελαιηρος
-
6 ευκολλος
-
7 πολυδροσος
-
8 2429
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2429
См. также в других словарях:
ἰκμάς — moisture fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴκμας — ἴκμᾱς , ἴκμη a plant growing in moist places fem acc pl ἴκμᾱς , ἴκμη a plant growing in moist places fem gen sg (doric aeolic) ἴ̱κμᾱς , ἰκμάω imperf ind act 2nd sg ἴκμᾱς , ἰκμάω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰκμάδα — ἰκμάς moisture fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰκμάδας — ἰκμάς moisture fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰκμάδες — ἰκμάς moisture fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰκμάδι — ἰκμάς moisture fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰκμάδος — ἰκμάς moisture fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰκμάδων — ἰκμάς moisture fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰκμάσι — ἰκμάς moisture fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰκμάσιν — ἰκμάς moisture fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ικμάδα — η (ΑΜ ἰκμάς, άδος) η υγρασία τής γης και η θρεπτική της δύναμη την οποία απομυζούν τα φυτά νεοελλ. στοιχείο ζωτικότητας, η δύναμη για ζωή αρχ. 1. φυσική υγρασία 2. κάθε είδος ζωικών χυμών ή εκκρίσεων 3. σταγόνα, στάλα 4. φρ. «ἰκμὰς Βάκχου» το… … Dictionary of Greek