-
1 ἰκετήριος
ἰκετήριος (vgl. ἱκτήρ u. ἱκτήριος), zum Schutzflehenden gehörig, ihn betreffend, wohl nur im kom., ἱκετηρίαν γόνασιν ἐξάπτω σέϑεν τὸ σῶμα ἐμόν, fußfällig flehe ich, Eur. I. A. 1216; gew. ἡ ἱκετηρία, sc. ἐλαία oder ῥάβδος, der Oelzweig, den der Schutzflehende in den Händen hält, λευκοστεφεῖς ἱκετηρίας Aesch. Suppl. 189; ἱκετηρίαν ἔχειν Ar. Plut. 383; ἱκετηρίην λαβών Her. 5, 51; ἱκετηρίας τάςδε ἥκομεν φέροντες 7, 141; bes. ἱκετηρίαν ϑεῖναι, als Schutzflehender erscheinen u. den Oelzweig niederlegen, übh. anflehen, Andoc. 1, 110 ff.; παρά τινι, Dem. 24, 12. 53, der sogar sagt νομίζετε τὸν παῖδα τοῦτον ἱκετηρίαν ὑμῖν προκεῖσϑαι ὑπὲρ τῶν τετελευτηκότων, 43, 83, daß er euch anflehe im Namen der Todten; ὑπέρ τινος ἐν τῷ δήμῳ Aesch. 2, 15, wie εἰς τὴν βουλήν 1, 104; auch καταϑεῖναι u. ἔχειν, Din. 1, 18; προβάλλεσϑαι, Ael. V. H. 3, 26; πέμπειν, Plut. Pomp. 28; bei Isocr. 8, 138 hat Bekker für πολλὰς ἱκετηρίας καὶ δεήσεις ποιούμενοι nach einem ms. ἱκετείας geschrieben; vgl. Pol. 3, 112 ϑυσίαι καὶ ϑεῶν ἱκετηρίαι καὶ δεήσεις ἐπεῖχον τὴν πόλιν.
-
2 ἰκετήριος
ἰκετήριος, zum Schutzflehenden gehörig, ihn betreffend, wohl nur im kom., ἱκετηρίαν γόνασιν ἐξάπτω σέϑεν τὸ σῶμα ἐμόν, fußfällig flehe ich; gew. ἡ ἱκετηρία, sc. ἐλαία oder ῥάβδος, der Ölzweig, den der Schutzflehende in den Händen hält; bes. ἱκετηρίαν ϑεῖναι, als Schutzflehender erscheinen u. den Ölzweig niederlegen, übh. anflehen; νομίζετε τὸν παῖδα τοῦτον ἱκετηρίαν ὑμῖν προκεῖσϑαι ὑπὲρ τῶν τετελευτηκότων, daß er euch anflehe im Namen der Toten -
3 ἶκετεύσιμος
ἶκετεύσιμος, = ἱκετήριος, Hesych.
-
4 ἶκετικός
-
5 ἱκταῖος
-
6 ἱκτήριος
-
7 ἱκετώσυνος
ἱκετώσυνος, = ἱκετήριος; τὰ ἱκετώσυνα, das Opfer, mit dem der als Schutzflehender kommende Mörder gereinigt wird, Hesych.
См. также в других словарях:
ἱκετήριος — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ικετήριος — α, ον (ΑΜ ἱκετήριος, ία, ον, Α θηλ. και ικετηρίς, ποιητ. τ. ικτήριος, ία, ον και ιων. τ. θηλ. ίκετηρίη) ικετευτικός* αρχ. 1. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἱκτήριοι οι ικέτες 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱκετηρία α) κλαδί ελιάς που κρατούσε ο ικέτης στα … Dictionary of Greek
ἱκετηρίων — ἱκετήριος of fem gen pl ἱκετήριος of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκετήριον — ἱκετήριος of masc acc sg ἱκετήριος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκτήριον — ἱκετήριος of masc acc sg ἱκετήριος of neut nom/voc/acc sg ἱκτήριος of masc acc sg ἱκτήριος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκετηρίαις — ἱκετήριος of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκετηρίην — ἱκετήριος of fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκετηρίοις — ἱκετήριος of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκετηρίου — ἱκετήριος of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκετηρίους — ἱκετήριος of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκετήρια — ἱκετήριος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)