Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἰκετήριος

См. также в других словарях:

  • ἱκετήριος — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ικετήριος — α, ον (ΑΜ ἱκετήριος, ία, ον, Α θηλ. και ικετηρίς, ποιητ. τ. ικτήριος, ία, ον και ιων. τ. θηλ. ίκετηρίη) ικετευτικός* αρχ. 1. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἱκτήριοι οι ικέτες 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱκετηρία α) κλαδί ελιάς που κρατούσε ο ικέτης στα …   Dictionary of Greek

  • ἱκετηρίων — ἱκετήριος of fem gen pl ἱκετήριος of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκετήριον — ἱκετήριος of masc acc sg ἱκετήριος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκτήριον — ἱκετήριος of masc acc sg ἱκετήριος of neut nom/voc/acc sg ἱκτήριος of masc acc sg ἱκτήριος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκετηρίαις — ἱκετήριος of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκετηρίην — ἱκετήριος of fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκετηρίοις — ἱκετήριος of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκετηρίου — ἱκετήριος of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκετηρίους — ἱκετήριος of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκετήρια — ἱκετήριος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»