-
1 ἰθυ-πτίων
ἰθυ-πτίων, ωνος, nur Il. 21, 169, μελίην ἰϑυπτίωνα ἐφῆκε, wahrscheinlich von πέτομαι, πτέσϑαι, die geradeaus fliegende eschene Lanze; Andere dachten an πίπτω, grade gehend; Zenodot. las ἰϑυκτίωνα, was erklärt wird ἐπ' εὐϑείας ἔχουσα τὰς κτεδόνας, τὰς ἐν τοῖς ξύλοις διαφύσεις, gradfaserig. Bei Hesych. hat man ἰϑυκέανος oder ἰϑυκέαστος, gerade zu spalten.
-
2 ἰθυπτίων
A straight-flying (cf. ἰθύς (A) 11):—Zenod. read [full] ἰθυκτίωνα, straight-fibred (fort. - κτείωνα, cf. εὐθυκτέανον, κτηδών).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰθυπτίων
-
3 ἰθυπτίων
ἰθυ-πτίων, ωνος ( πέτομαι): straightflying, μελίη, Il. 21.169†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἰθυπτίων
-
4 ἰθυπτίων
-
5 ιθυπτιων
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский