Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἰθύθριξ

См. также в других словарях:

  • ιθύθριξ — ἰθύθριξ, ύτριχος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει ίσιες τρίχες, ίσια μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + θριξ «τρίχα»] …   Dictionary of Greek

  • ιθύς — (I) ἰθύς, εῑα, ύ, θηλ. και ιθέα (ΑΜ) 1. ευθύς, ίσιος 2. δίκαιος, σωστός, ειλικρινής μσν. φρ. «ἐς τὸ ἰθύ» επί τού θέματος αρχ. 1. (το αρσ. και το ουδ. ως επίρρ.) ἰθύς και ἰθύ α) τοπ. κατευθείαν εναντίον κάποιου β) χρον. αμέσως, ευθύς, παρευθύς 2.… …   Dictionary of Greek

  • ἰθύτριχα — ἰ̱θύτριχα , ἰθύθριξ masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰθύτριχες — ἰ̱θύτριχες , ἰθύθριξ masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»