-
1 ιθυπτίων
-
2 ἰθυπτίων
-
3 ἰθυπτίων
Grammatical information: adj.Meaning: `flying straight (lance)' (Φ 169, verse end).Other forms: only acc. μελίην -ωναEtymology: Compound of ἰθύς and the zero grade of πέτομαι with ending after the nouns in - ων, - ίων ( καταπύγων, οὑρανίων, κυλλοποδίων) for *ἰθύ-πτ-ιος (like ὁμό-γν-ιος). Schulze Q. 309 (also on the lengthening of the - ι-), Risch 52.Page in Frisk: 1,716Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἰθυπτίων
-
4 ἰθυπτίων
A straight-flying (cf. ἰθύς (A) 11):—Zenod. read [full] ἰθυκτίωνα, straight-fibred (fort. - κτείωνα, cf. εὐθυκτέανον, κτηδών).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰθυπτίων
-
5 ἰθυπτίων
ἰθυ-πτίων, ωνος ( πέτομαι): straightflying, μελίη, Il. 21.169†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἰθυπτίων
-
6 ιθυπτίωνα
-
7 ἰθυπτίωνα
-
8 ἰθυκτίων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰθυκτίων
См. также в других словарях:
ιθυπτίων — ἰθυπτίων, ὁ, ἡ (Α) αυτός που πετά κατευθείαν μπροστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (I) + θ. πτ (μηδενισμένη βαθμίδα τού πέτομαι) + κατάλ. ιων] … Dictionary of Greek
ἰθυπτίων — straight flying masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰθυπτίωνα — ἰθυπτίων straight flying masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιθύς — (I) ἰθύς, εῑα, ύ, θηλ. και ιθέα (ΑΜ) 1. ευθύς, ίσιος 2. δίκαιος, σωστός, ειλικρινής μσν. φρ. «ἐς τὸ ἰθύ» επί τού θέματος αρχ. 1. (το αρσ. και το ουδ. ως επίρρ.) ἰθύς και ἰθύ α) τοπ. κατευθείαν εναντίον κάποιου β) χρον. αμέσως, ευθύς, παρευθύς 2.… … Dictionary of Greek