-
1 ιθυντήριε
-
2 ἰθυντήριε
См. также в других словарях:
ἰθυντήριε — ἰθυντήριος guiding masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ιθυντήριε
2 ἰθυντήριε
ἰθυντήριε — ἰθυντήριος guiding masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)