-
1 ιερατείας
ἱερᾱτείᾱς, ἱερατείαpriesthood: fem acc plἱερᾱτείᾱς, ἱερατείαpriesthood: fem gen sg (attic doric aeolic) -
2 ἱερατείας
ἱερᾱτείᾱς, ἱερατείαpriesthood: fem acc plἱερᾱτείᾱς, ἱερατείαpriesthood: fem gen sg (attic doric aeolic) -
3 ἱερατείας
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἱερατείας
-
4 εἴκω
εἴκω,------------------------------------Aεἶκον 16.305
( ὑπό-), Hdt.8.3: [tense] fut.εἴξω Th. 1.141
, etc.: [tense] aor. 1εἶξα Il. 24.718
, etc., poet. ἔειξα orἔϝειξα Alcm. 31
, [dialect] Ion.εἴξασκε Od.5.332
: [tense] pf. part. ἐεικώς Chron.Lind. D.96:—give way, retire,ὀπίσσω εἴκετε Il.5.606
; : c. dat., make way for,οὐρεῦσι 24.716
; yield to pressure, Gal. 18(1).97.2 c. dat. pers. et gen. loci, μηδ' εἴκετε χάρμης Ἀργείοις shrink not from the fight for them, 4.509;εἴκειν τινὶ τῆς ὁδοῦ Hdt. 2.80
;εἴξατέ μοι νίκης Coluth. 171
: c. gen. only, εἴκειν πολέμου καὶ δηϊοτῆτος withdraw from war and strife, Il.5.348; εἶκε, γέρον, προθύρου retire from the door, Od.18.10, cf. Jul.Or.2.67b.4 give way to any passion or impulse,ᾧ θυμῷ εἴξας Il.9.598
;ὄκνῳ καὶ ἀφραδίῃσι 10.122
;ὕβρει Od.14.262
; βίῃ καὶ κάρτεϊ εἴκειν give full play to one's might and strength, 13.143;ὀργῇ δ' εἶξα μᾶλλον ἤ μ' ἐχρῆν E.Hel.80
;τῇ ἡλικίῃ εἴκειν Hdt.7.18
; of circumstances,πενίῃ εἴκων Od.14.157
; ; ;ξυμφοραῖς Th.1.84
; ζημίαις to the force of punishment, X.Cyr.1.6.21:—in S.Ant. 718 θυμοῦ shd. prob. be read for θυμῷ.5 εἴκειν τινί τι yield to another in a thing, τὸ ὃν μένος οὐδενὶ εἴκων inferior to none in.., Il. 22.459, Od.11.515: c. acc. cogn., εἴκοντας ἃ δεῖ yielding in.., S.OC 172 (lyr.), cf. Aj. 1243: also c. dupl. dat., ἕλεσκον ἀνδρῶν.. ὅ τέ μοι εἴξειε πόδεσσι whoever was inferior to me in swiftness of foot, Od. 14.221.6 c. gen., retire from, ἰερατείας Chron.Lind.l.c.II trans., yield up, give up, εἶξαί τέ οἱ ἡνία give [the horse] the rein, Il.23.337; Εὖρος Ζεφύρῳ εἴξασκε διώκειν gave up [the ship] to Zephyrus to chase, Od.5.332.III impers., it is allowable or possible,ὅπῃ εἴξειε μάλιστα Il.22.321
: c. inf.,ὅθι σφίσιν εἶκε λοχῆσαι 18.520
;φώναισ' οὐδὲν ἔτ' εἴκει Sapph.2.8
; φερόμενοι πρὸς τὸ εἶκον attacking on the line of least resistance, Plu.Fab.16. -
5 ἀγχιστεύω
2 c. acc., ἀ. τινά do a kinsman's office to a woman, i.e. marry her, LXX Ru.3.13, 4.4; alsoκληρονομίαν ἀ.
enter upon.., Nu.36.8
.3 [voice] Pass., to be excluded by descent,ἀπὸ τῆς ἱερατείας 2 Es.2.62
, Ne.7.64.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγχιστεύω
-
6 ἔθος
ἔθος, ους, τό (Trag.+).① a usual or customary manner of behavior, habit, usage καθὼς ἔ. τισίν (EpArist 311; Jos., Ant. 20, 28; Iren. 1, 20, 1 [Harv. I 177, 9]) as the habit of some people is Hb 10:25; cp. J 19:40; Ac 25:16. ἔθος ἔχειν be accustomed w. inf. foll. (Philo, Deus Imm. 167) 19:14 D. ἐπορεύθη κατὰ τὸ ἔ. he went, as usual, as was his wont Lk 22:39 (cp. Lucian, Alex. 54; POxy 370; PLond II, 171b, 19 p. 176 [III A.D.]; Bel 15 Theod.). ὡς ἔθος αὐτοῖς λέγειν (cp. 1 Macc 10:89; 2 Macc 13:4; PFay 125, 5 ὡς ἔθος ἐστί σοι) as they are accustomed to say MPol 9:2. cp. 13:1. 18:1; cp. 9:2 ἕτερα, ὧν ἔ. αὐτοῖς λέγειν.② long-established usage or practice common to a group, custom τὰ ἔ. τὰ πατρῷα the customs of the fathers Ac 28:17 (Just., D. 63, 5; SIG 1073, 20f κατὰ τὸ πάτριον ἔθος; Jos., Bell. 7, 424; 4 Macc 18:5 v.l.; Just., D. 87, 3 κατὰ τὸ παλαιὸν ἔ.). τὰ ἔ. ἃ παρέδωκεν ἡμῖν Μωϋσῆς the customs that Moses handed down 6:14; cp. 15:1 (on the dat. τῷ ἔθει cp. PHolm 2, 18 τῇδε τάξει=acc. to this recipe); 16:21 (ἤθη v.l.); τοῖς ἔ. περιπατεῖν live acc. to our customs (way of life) 21:21 (DBalch, ‘… you teach all the Jews’ etc.: SBLSP ’93, 369–83); τὰ κατὰ Ἰουδαίους ἔ. customs of the Judeans (cp. Jos., Ant. 15, 286) 26:3 (ἠθῶν v.l.); κατὰ τὸ ἔ. τῆς ἱερατείας as the custom is in the priestly office Lk 1:9; cp. GJs 24:1; κατὰ τὸ ἔ. τῆς ἑορτῆς acc. to the custom (prevailing) at the festival 2:42 (on κατὰ τὸ ἔ. cp. pap in Dssm., NB 79 [BS 251f]; ins in SIG, index). τὰ ἐγχώρια ἔθη the customs of the country Dg 5:4; w. country and language 5:1.—B. 1358. Schmidt, Syn. IV 570–75, s. λαός. DELG s.v. εἴωθα; Frisk s.v. ἔθος and ἔθων (also s. LfgrE s.v. ἔθων). M-M. TW. Spicq. Sv.
См. также в других словарях:
ἱερατείας — ἱερᾱτείᾱς , ἱερατεία priesthood fem acc pl ἱερᾱτείᾱς , ἱερατεία priesthood fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγχιστεύω — ἀγχιστεύω (Α) 1. βρίσκομαι κοντά ή πάρα πολύ κοντά σε κάποιον ή κάτι: «γῆ ἀγχιστεύουσα πόντῳ» (Ευρ. Τρωάδες, στίχ. 224) 2. είμαι ο νόμιμος κληρονόμος κάποιου που πέθανε, λόγω στενής συγγένειάς μου προς αυτόν 3. (στην ΠΔ) α) «ἀγχιστεύω τινά»,… … Dictionary of Greek
μαιάνδριος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Τύραννος της Σάμου (6ος αι. π.Χ.). Αρχικά, ο Μ. ήταν γραμματέας του τυράννου του νησιού, Πολυκράτη. Όταν κάποτε ο Πολυκράτης ταξίδεψε στη Μαγνησία, ο Μ. τον αντικατέστησε και ίδρυσε μάλιστα στη Σάμο… … Dictionary of Greek
μακάριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πολιτικός, που μαρτύρησε με σπαθί στην Αλεξάνδρεια επί Δεκίου μαζί με τον Ανδρέα (3ος αι. μ.Χ.). Η μνήμη του τιμάται στις 6 Σεπτεμβρίου. 2. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό στην Αφρική επί Δεκίου (3ος αι.… … Dictionary of Greek
τελετή — Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του Διόνυσου και της Νίκαιας, κόρης του Σαγγάριου και της Κυβέλης. Η Τ. ακολουθούσε από πολύ μικρή τον πατέρα της, γιατί της άρεσαν οι νυχτερινοί χοροί, οι γιορτές και οι διασκεδάσεις. Ο Παυσανίας αναφέρει στα Βοιωτικά… … Dictionary of Greek