Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἰδρεία

См. также в других словарях:

  • ιδρεία — ἰδρεία, ιων. τ. ἰδρείη, ἡ (Α) [ίδρις] γνώση, εμπειρία («ἰδρείῃ πολέμοιο», Ομ, Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • ἰδρείη — ἰδρεία knowledge fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδρείῃ — ἰδρεία knowledge fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδρείῃσι — ἰδρεία knowledge fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδρείῃσιν — ἰδρεία knowledge fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»