-
1 ἰδρεία
ἰδρεία, ἡ, ion. ἰδρείη, Kenntniß, Kunde, Erfahrung, Il. 7, 198, πολέμοιο 16, 359; ἰδρείῃ πυκινοῖο κυβερνητῆρος Ap. Rh. 2, 72; Qu. Sm. 4, 226.
-
2 ιδρεια
эп. ἰδρείη, дор. *ἰδρίη ἥ знание, умениеἰδρείῃ πολέμοιο Hom. — (умудренный) ратным искусством;
οὐ βίῃ οὐδὲ ἰδρείῃ Hom. — ни силой, ни (военным) искусством -
3 ἰδρεία
A knowledge, skill,ἰδρείῃ πολέμοιο Il.16.359
; οὐδέ τι ἰδρείῃ (Aristarch. for vulg. οὐδέ τ' ἀϊδρείῃ) 7.198, cf.A.R. 2.72, Q.S.4.226, Theoc.22.85. -
4 ἰδρεία
-
5 πολυ-ΐδρεια
πολυ-ΐδρεια, ἡ, vieles Wissen, große Kunde, Klugheit; πάντ' ἐφύλασσε νόου πολυϊδρείῃσιν, Od. 2, 346, vgl. 23, 77.
-
6 ιδριη
-
7 ιδρείη
ἰδρείαknowledge: fem nom /voc sg (epic ionic)——————ἰδρείαknowledge: fem dat sg (epic ionic) -
8 πολυιδρεια
эп.-ион. πολυϊδρείη ἥ обширные знания, многоопытность -
9 ιδρείησι
-
10 ἰδρείῃσι
-
11 ιδρείησιν
-
12 ἰδρείῃσιν
-
13 πολυϊδρεία
πολυ-ϊδρεία, ἡ,A much knowledge or wisdom, in pl.,ἣ πάντ' ἐφύλασσε νόου πολυϊδρείῃσι Od.2.346
, cf. 23.77 (v.l.);πολυϊδρίῃσιν Thgn.703
codd.: later in sg., Call.Aet.3.1.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυϊδρεία
-
14 πολυΐδρεια
πολυ-ΐδρεια, ἡ, u. πολυ-ϊδρία, ἡ, vieles Wissen, große Kunde, Klugheit
См. также в других словарях:
ιδρεία — ἰδρεία, ιων. τ. ἰδρείη, ἡ (Α) [ίδρις] γνώση, εμπειρία («ἰδρείῃ πολέμοιο», Ομ, Ιλ.) … Dictionary of Greek
ἰδρείη — ἰδρεία knowledge fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδρείῃ — ἰδρεία knowledge fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδρείῃσι — ἰδρεία knowledge fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδρείῃσιν — ἰδρεία knowledge fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)