-
1 ιδμοσύνη
ἰδμοσύνηknowledge: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————ἰδμοσύνηknowledge: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 ἰδμοσύνη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰδμοσύνη
-
3 ἰδμοσύνη
Βλ. λ. ιδμοσύνη -
4 ἰδμοσύνῃ
Βλ. λ. ιδμοσύνη -
5 ιδμοσύναισι
-
6 ἰδμοσύναισι
-
7 ιδμοσύνην
-
8 ἰδμοσύνην
-
9 ιδμοσύνης
-
10 ἰδμοσύνης
-
11 ιδμοσύνησι
-
12 ἰδμοσύνῃσι
-
13 ιδμοσύνησιν
-
14 ἰδμοσύνῃσιν
-
15 λαθικηδής
A banishing care,εἴ ποτέ τοι λαθικηδέα μαζὸν ἐπέσχον Il.22.83
; οἶνον λαθικάδεα (leg. - κάδεον) Alc.41.3;Διώνυσος IGRom.4.360.15
(Pergam.), cf. Epic.Alex.Adesp.8.10, AP9.524.12, Plu.2.657d;λ. τέχνης ἰδμοσύνη APl.4.273
(Crin.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαθικηδής
-
16 ἰδμάν
См. также в других словарях:
ιδμοσύνη — ἰδμοσύνη, ἡ (Α) γνώση, εμπειρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίδμων + κατάλ. οσύνη (πρβλ. ελεημ οσύνη, νοημ οσύνη)] … Dictionary of Greek
ἰδμοσύνη — knowledge fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδμοσύνῃ — ἰδμοσύνη knowledge fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδμοσύναισι — ἰδμοσύνη knowledge fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδμοσύνην — ἰδμοσύνη knowledge fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδμοσύνης — ἰδμοσύνη knowledge fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδμοσύνῃσι — ἰδμοσύνη knowledge fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδμοσύνῃσιν — ἰδμοσύνη knowledge fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιδμή — ἰδμή καί ἴδμη, ἡ (Α) [ίδμων] ιδμοσύνη* … Dictionary of Greek