-
1 ιδιώσεως
-
2 ἰδιώσεως
См. также в других словарях:
ἰδιώσεως — ἰδιώσεω̆ς , ἰδίωσις isolation fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ιδιώσεως
2 ἰδιώσεως
ἰδιώσεως — ἰδιώσεω̆ς , ἰδίωσις isolation fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)