-
1 ιδιωτικος
31) частный, принадлежащий частному лицу(σῖτος Her.; τριήρης Dem.; χωρία Arst.; βίος Plut.)
2) частный, личный(σύγγραμμα Plat.)
3) простой, обыкновенныйοἰωνὸς οὐκ ἰ. καὴ ἔνδοξος Xen. — знамение незаурядное и предвещающее славу
4) простонародный(γλῶττα Arst.)
ἐν ἰδιωτικῷ σχῆματι Plat. — в одежде простолюдина5) простой, неискусный(παράδειγμα Plat.)
6) неученый, неумелый, грубый(ἀνήρ, πρᾶγμα Plat.; ῥήτορες Arst.)
-
2 ιδιωτικός
η, ό[ν] частный, принадлежащий частному лицу; личный;ιδιωτική ζωή — или ιδιωτικ βίος — частная жизнь;
ιδιωτικό σχολείο — частная школа;
ιδιωτικό αυτοκίνητο — частная, личная машина;
ιδιωτικό εμπόριο — частная торговля;
ιδιωτικός έμπορος — частник;
ιδιωτικό κεφάλαιο — частный капитал;
ιδιωτική χρήση — личное пользование;
ιδιωτική υπόθεση — частное, личное дело
-
3 ἰδιωτικός
3 частный, предназначенный для частных лиц -
4 ιδιωτικός
[идиотикос] εκ. частный, личный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ιδιωτικός
-
5 ιδιωτικός
[идиотикос] επ частный, личный. -
6 βίος
ο в разн. знач жизнь;συζυγικός βίος — супружеская жизнь;
πολιτικός (δημόσιος) βίος — политическая (общественная) жизнь;
βίοι μεγάλων ανδρών жизнь замечательных людей;ο βίος της κυβερνήσεως ήτο βραχύς — правительство просуществовало недолго;
καθ' άπαντα τον βίον του или καθ' όλον του τον βίον всю свою жизнь;διά βίου пожизненно; § βίοι αγίων жития святых;αυτός είναι βίος και πολιτεία ≈ — он прошёл огонь, воду и-медные трубы
-
7 υπηρέτης
ο, υπηρέτρια η1) слуг|а, -жанка, домашняя работница; прислуга (уст.);οικιακός υπηρ — слуга;
ιδιωτικός υπηρέτης — личный слуга;
2) работник, служащий (магазина и т. п.);δημόσιος υπηρέτης — низший государственный служащий;
3) перен. служитель (науки и т. п.);4) перен. прислужник, лакей; 5) воен, прислуга
См. также в других словарях:
ιδιωτικός — ή, ό (ΑΜ ιδιωτικός, ή, όν) [ιδιώτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ιδιώτη (α. «ιδιωτικά δάνεια» δάνεια που δόθηκαν από ιδιώτη και όχι από το δημόσιο» β. «ιδιωτικό σχολείο» γ. «εἰς πύργον μέγαν... ἰδιωτικόν», Ηρόδ.) νεοελλ. φρ. 1. «ιδιωτικά… … Dictionary of Greek
ἰδιωτικός — ἰ̱διωτικός , ἰδιωτίζω pronounce in the local manner perf part act neut nom/voc/acc sg ἰδιωτικός of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιδιωτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει σε ιδιώτη, που δεν έχει δημόσιο ή επίσημο χαρακτήρα: Ιδιωτικό σχολείο. – Ιδιωτική εκπαίδευση. – Ιδιωτικό έγγραφο. 2. ατομικός: Ιδιωτική υπόθεση. – Ιδιωτική πρωτοβουλία. 3. (νομ.), «ιδιωτικό δίκαιο», αυτό που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰδιωτικά — ἰδιωτικός of neut nom/voc/acc pl ἰδιωτικά̱ , ἰδιωτικός of fem nom/voc/acc dual ἰδιωτικά̱ , ἰδιωτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιωτικώτερον — ἰδιωτικός of adverbial comp ἰδιωτικός of masc acc comp sg ἰδιωτικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιωτικωτέρων — ἰδιωτικός of fem gen comp pl ἰδιωτικός of masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιωτικῶν — ἰδιωτικός of fem gen pl ἰδιωτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιωτικόν — ἰδιωτικός of masc acc sg ἰδιωτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιωτικώτατα — ἰδιωτικός of adverbial superl ἰδιωτικός of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιωτικώτατον — ἰδιωτικός of masc acc superl sg ἰδιωτικός of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιωτικαῖς — ἰδιωτικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)