-
1 dedektif
ιδιωτικός αστυνομικός -
2 частный
частный ιδιωτικός; ατομικός, προσωπικός (индивидуальный)· \частныйая собственность η ατομική ιδιοκτησία; \частныйая торговля το ιδιωτικό εμπόριο* * *ιδιωτικός; ατομικός, προσωπικός ( индивидуальный)ча́стная со́бственность — η ατομική ιδιοκτησία
ча́стная торго́вля — ιδιωτικό εμπόριο
-
3 частный
ча́стн||ый1. прил ἰδιωτικός, προσωπικός, ἀτομικός:\частныйая жизнь ἡ ἰδιωτική ζωή, ὁ ἰδιωτικός βίος· \частныйое лицо́ ὁ ἰδιώτης· \частныйая переписка ἡ προσωπική ἀλλη-λογραφία· \частныйое дело ἡ ἰδιωτική (или ἀτομική) ὑπόθεση· \частныйые уроки τά ἰδιαίτερα μαθήματα· \частный капитал τό ἰδιωτικό κεφάλαιο· \частныйая собственность ἡ ἀτομική ἰδιοχτησία· \частныйая торговля τό ἰδιωτικό ἐμπόριο·2. прил (отдельный, особый) ἰδιαίτερος, είδικός, μερικός:\частный слу́чай ἡ μεμονωμένη περίπτωσή3. \частныйое с τό με-ρικό[ν]:переход от \частныйого к общему ἡ ἐπαγωγή ἀπό τό μερικό εἰς τό γενικό. -
4 private
1. adjective1) (of, for, or belonging to, one person or group, not to the general public: The headmaster lives in a private apartment in the school; in my private (=personal) opinion; This information is to be kept strictly private; You shouldn't listen to private conversations.) ιδιωτικός,ιδιαίτερος,προσωπικός,ατομικός2) (having no public or official position or rank: It is your duty as a private citizen to report this matter to the police.) ιδιώτης,ιδιωτικός2. noun(in the army, an ordinary soldier, not an officer.) απλός στρατιώτης- privacy- privately
- private enterprise
- private means
- in private -
5 частнопрактикующий
επ.ιδιωτικός•частнопрактикующий врач ιδιωτικός (μη κρατικός) γιατρός.
-
6 счёт
1. (подсчёт) о λογαριασμός, ο υπολογισμός 2. (квитанция) о λογαριασμός, (чек) η απόδειξη 3. (в банке) о λογαρια-σμ/όςзакрытый - προθεσμιακός -, κλειστός -контокорент-ный - см. текущий -личный - ατομικός -, ιδιωτικός -отдельный - см. особый -4. (накладная) το τιμολόγι/ο 5. (груза) мор. η καταμέτρηση των εμπορευμάτων 6. (результат подсчетов, вычислений) ο υπολογισμός 7. -а (бухг.) (финансовые операции, документы) οι λογαριασμοί 8. муз. о χρόνος 9. (в спорте) το αποτέλεσματο σκορ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > счёт
-
7 частный
1. (представляющий отдельную часть от чего-л. целого) μερικός, τμηματικός 2. (изолированный, нехарактерный, случайный) μεμονωμένος, ειδικός 3. (личный) προσωπικός, ιδιωτικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > частный
-
8 частник
частникм разг ὁ ιδιωτικός ἐμπορος. -
9 commercial
[kə'mə:ʃəl]1) (connected with commerce: Private cars are allowed to use this road but not commercial vehicles.) εμπορικός2) ((likely to be) profitable: a commercial proposition.) εμπορικός, επικερδής3) (paid for by advertisements: commercial television.) εμπορικός (ιδιωτικός) -
10 detective
[-tiv]noun (a person who tries to find criminals or watches suspected persons: She was questioned by detectives.) ιδιωτικός αστυνόμος,ντετέκτιβ -
11 drive
1. past tense - drove; verb1) (to control or guide (a car etc): Do you want to drive (the car), or shall I?) οδηγώ2) (to take, bring etc in a car: My mother is driving me to the airport.) πηγαίνω με το αυτοκίνητο3) (to force or urge along: Two men and a dog were driving a herd of cattle across the road.) καθοδηγώ4) (to hit hard: He drove a nail into the door; He drove a golf-ball from the tee.) χτυπώ5) (to cause to work by providing the necessary power: This mill is driven by water.) κινώ2. noun1) (a journey in a car, especially for pleasure: We decided to go for a drive.) βόλτα με αυτοκίνητο2) (a private road leading from a gate to a house etc: The drive is lined with trees.) ιδιωτικός δρόμος3) (energy and enthusiasm: I think he has the drive needed for this job.) ενεργητικότητα4) (a special effort: We're having a drive to save electricity.) προσπάθεια5) (in sport, a hard stroke (with a golf-club, a cricket bat etc).) δυνατό χτύπημα6) ((computers) a disk drive.) συσκευή σε Η/Υ για ανάγνωση ή/και εγγραφή ψηφιακών δίσκων•- driver- driver's license
- drive-in
- drive-through
- driving licence
- be driving at
- drive off
- drive on -
12 частник
[τσάτνικ] ουσ. α ιδιωτικός έμπορος -
13 частный
[τσάσνυΐ] επ. ιδιωτικός -
14 частник
[τσάτνικ] ουσ α ιδιωτικός έμπορος -
15 частный
[τσάσνυϊ] επ ιδιωτικός -
16 гражданский
επ.1. πολιτικός• αστικός•-ие законы πολτική δικονομία•
-ое право αστικό δίκαιο•
гражданский кодекс αστικός κώδικας•
гражданский долг το χρέος του πολίτη•
акты -го состояния ληξιαρχικές πράξεις ληξιαρχείο•
-ие власти οι πολιτικές αρχές•
гражданский иск πολιτική αγωγή.
2. ιδιωτικός (μη στρατιωτικός)•-ая служба πολιτική υπηρεσία•
гражданский воздушный флот πολιτική αεροπορία•
-ое платье πολιτική ενδυμασία.
3. πολιτικός (μη θρησκευτικός)•гражданский брак πολιτικός γάμος.
εκφρ.- ая смерть – πολιτικός θάνατος (στέρηση όλων των πολιτικών δικαιωμάτων). -
17 детектив
-а α.αστυνομικός ιδιωτικός, ντεντέκτιβ. || αστυνομικό λογοτεχνικό έργο. -
18 издательство
-а ουδ.εκδοτικός οίκος, το εκδοτικό•государственное издательство το κρατικό εκδοτικό•
частное издательство ιδιωτικός εκδοτικός οίκος.
-
19 партикулярный
επ. παλ.1. ίδιος, ιδιαίτερος• ατομικός.2. (για ενδυμασία) ιδιωτικός. -
20 приват-доцент
-а α. παλ.καθηγητής ιδιωτικός.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ιδιωτικός — ή, ό (ΑΜ ιδιωτικός, ή, όν) [ιδιώτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ιδιώτη (α. «ιδιωτικά δάνεια» δάνεια που δόθηκαν από ιδιώτη και όχι από το δημόσιο» β. «ιδιωτικό σχολείο» γ. «εἰς πύργον μέγαν... ἰδιωτικόν», Ηρόδ.) νεοελλ. φρ. 1. «ιδιωτικά… … Dictionary of Greek
ἰδιωτικός — ἰ̱διωτικός , ἰδιωτίζω pronounce in the local manner perf part act neut nom/voc/acc sg ἰδιωτικός of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιδιωτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει σε ιδιώτη, που δεν έχει δημόσιο ή επίσημο χαρακτήρα: Ιδιωτικό σχολείο. – Ιδιωτική εκπαίδευση. – Ιδιωτικό έγγραφο. 2. ατομικός: Ιδιωτική υπόθεση. – Ιδιωτική πρωτοβουλία. 3. (νομ.), «ιδιωτικό δίκαιο», αυτό που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰδιωτικά — ἰδιωτικός of neut nom/voc/acc pl ἰδιωτικά̱ , ἰδιωτικός of fem nom/voc/acc dual ἰδιωτικά̱ , ἰδιωτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιωτικώτερον — ἰδιωτικός of adverbial comp ἰδιωτικός of masc acc comp sg ἰδιωτικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιωτικωτέρων — ἰδιωτικός of fem gen comp pl ἰδιωτικός of masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιωτικῶν — ἰδιωτικός of fem gen pl ἰδιωτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιωτικόν — ἰδιωτικός of masc acc sg ἰδιωτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιωτικώτατα — ἰδιωτικός of adverbial superl ἰδιωτικός of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιωτικώτατον — ἰδιωτικός of masc acc superl sg ἰδιωτικός of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιωτικαῖς — ἰδιωτικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)