-
1 ιδιωτεία
ἰδιωτείᾱ, ἰδιωτείαprivate station: fem nom /voc /acc dualἰδιωτείᾱ, ἰδιωτείαprivate station: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἰδιωτείᾱͅ, ἰδιωτείαprivate station: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ἰδιωτεία
Βλ. λ. ιδιωτεία -
3 ἰδιωτείᾳ
Βλ. λ. ιδιωτεία -
4 ἰδιωτεία
A private station, opp. τυραννίς, X.Hier.8.1; opp. βασιλεία, Pl.Lg. 696a: pl., opp. ἀρχαί, Id.R. 618d; ἐν ἰ., opp. ἐν φιλοσοφίᾳ, Phld.Rh.2.277 S.II uncouthness, want of education, Luc. Hist.Conscr.27, Abd.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰδιωτεία
-
5 ιδιωτείας
ἰδιωτείᾱς, ἰδιωτείαprivate station: fem acc plἰδιωτείᾱς, ἰδιωτείαprivate station: fem gen sg (attic doric aeolic) -
6 ἰδιωτείας
ἰδιωτείᾱς, ἰδιωτείαprivate station: fem acc plἰδιωτείᾱς, ἰδιωτείαprivate station: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 ιδιωτείαν
-
8 ἰδιωτείαν
-
9 ιδιωτείαι
-
10 ἰδιωτεῖαι
-
11 ἴδιος
Grammatical information: adj.Meaning: `own, private' (Od.).Other forms: Dor. Ϝίδιος, Arg. hίδιοςCompounds: Often as 1. member, e. g. ἰδιο-γενής `of one's own kind' (Pl. Plt. 265e; opposite κοινο-γενής), hell..Derivatives: 1. ἰδιώτης m. `private, layman, uneducated man' (IA; on the formation Chantr. Form. 311, Redard Les noms grecs en - της 28) with f. ἰδιῶτις (hell.); from it ἰδιωτικός `belonging to an ἰδιώτης, common, ordinary, vulgar, vile, uneducated' (IA; Chantraine Ét. sur le vocab. gr. 120 a. 123) and ἰδιωτεύω `act, live on one's own, without respect, be uneducated' with ἰδιωτεία `private life, uneducatedness' (Att.); also ἰδιωτίζω `pronounce in a special way' (Eust.). 2. ἰδιότης, - ητος f. `own character, pecularity' (Pl., X.). 3. ἰδικός = ἴδιος (late). 4. ἰδιόομαι `make one's own, appropriate' (Pl.) with ἰδίωμα `own character, pecularity' (hell.), ἰδίωσις `isolation, appropriation' (Pl., Plu.). 5. ἰδιάζω `be peculiar, live on one's own' (Arist.) with ἰδιαστής, ἰδιασμός (late).Origin: IE [Indo-European] [882] * s(e)ue- refl. pron.Etymology: Arg. Ϝhεδιεστας = ἰδιώτης (cf. κηδεσ-τής, El. τελεσ-τα) shows for ἴδιος an orig.. *Ϝhεδιος, from the reflexive Ϝhε = ἕ (IE *su̯e) (Schwyzer 226; on ε \> ι 256). Diff., also possible, Schulze KZ 40, 417 n. 6 = Kl. Schr. 74 n. 2, Brugmann IF 16, 491ff., Fraenkel Ling. Posn. 4, 104: to Skt. ví `separate'; Arg. hίδιος then after ἑαυτοῦ etc., ἕκαστος [but vi- is not represented elsewhere in Greek]. - (Not with Specht KZ 68, 47, Ursprung 197 m. n. 2 from *su̯i-dio-.)Page in Frisk: 1,709Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἴδιος
См. также в других словарях:
ἰδιωτεία — ἰδιωτείᾱ , ἰδιωτεία private station fem nom/voc/acc dual ἰδιωτείᾱ , ἰδιωτεία private station fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιωτείᾳ — ἰδιωτείᾱͅ , ἰδιωτεία private station fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιδιωτεία — Μεγάλου βαθμού νοητική καθυστέρηση (δείκτης νοημοσύνης έως 20). Η διαφοροδιάγνωσή της από την αμέσως προηγούμενη σε σοβαρότητα ηλιθιότητα είναι δύσκολη. Προκαλείται από διάφορες αιτίες –κληρονομικές ή συγγενείς– ή είναι το αποτέλεσμα των παθήσεων … Dictionary of Greek
ιδιωτεία — η παθολογική κατάσταση κατά την οποία υπάρχει διανοητική ανεπάρκεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰδιωτείας — ἰδιωτείᾱς , ἰδιωτεία private station fem acc pl ἰδιωτείᾱς , ἰδιωτεία private station fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιωτείαν — ἰδιωτείᾱν , ἰδιωτεία private station fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιωτεῖαι — ἰδιωτεία private station fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Идиотия — Умственная отсталость глубокая МКБ 10 F73.73. Идиотия (прост. идиотизм) (от др. греч. ἰδιωτεία (idioteia) «невежество») самая глубокая степень олигофрении (умственной отсталости) … Википедия
ηλιθιότητα — η (AM ἠλιθιότης) [ηλίθιος] το γνώρισμα τού ηλιθίου, μωρία, ανοησία βλακεία νεοελλ. 1. σύμφυτη ή επίκτητη διανοητική κατάσταση, κατά την οποία το άτομο βρίσκεται στην κατώτατη βαθμίδα διανοητικής ανάπτυξης, τής οποίας αμέσως κατώτερος βαθμός είναι … Dictionary of Greek
ιδιώτης — ο, θηλ. ιδιώτις (ΑΜ ἰδιώτης, θηλ. ἰδιῶτις) 1. ο απλός πολίτης σε αντιδιαστολή με τους στρατιωτικούς ή με τα όργανα τής τάξης ή άλλους κρατικούς λειτουργούς (α. «ο αστυνομικός συνεπλάκη με δύο ιδιώτες» β. «ξυμφέροντα πόλεσι καί ἰδιώταις», Θουκ.) 2 … Dictionary of Greek
καταληψία — (Ιατρ.). Παθολογική κατάσταση παρόμοια με ύπνωση, κατά τη διάρκεια της οποίας ο ασθενής δεν εμφανίζει εθελούσια κινητικότητα, ενώ τα διάφορα τμήματα του σώματός του μπορούν να λάβουν παθητικά θέσεις, οι οποίες, αν και παράδοξες και άβολες,… … Dictionary of Greek