Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἰδιογενής

См. также в других словарях:

  • ιδιογενής — ἰδιογενής, ές (Α) αυτός που έχει γεννηθεί από γονείς τού ίδιου γένους (όχι όπως π. χ. ο ημίονος από όνο και φοράδα). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + γενης (< γένος), πρβλ. ενδο γενής, μονο γενής] …   Dictionary of Greek

  • ἰδιογενής — mating only with its kind masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιογενῆ — ἰδιογενής mating only with its kind neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἰδιογενής mating only with its kind masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἰδιογενής mating only with its kind masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιογενοῦς — ἰδιογενής mating only with its kind masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

  • ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»