-
1 ιβυκανητών
-
2 ἰβυκανητῶν
-
3 ἰβύ
ἰβύ,A loudly, Phot.: hence [tense] aor. 1 inf. [full] ἰβυκινῆσαι, shout, TeleclId.58 ([full] ἰβυκηνίσαι EM464.44): but Subst. [full] ἰβυκανητής, οῦ, ὁ,= βυκανητής, trumpeter, read by Suid. in Plb.2.29.6 (βυκανητῶν, βυκανιτῶν codd.). [dialect] Ion. words, acc. to Hsch.: derived from the poet Ibycus, Suid.
См. также в других словарях:
ιβυκανητής — ἰβυκανητής, ὁ (Α) ο βυκανητής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιβύ με την επίδραση τού βυκανητής*] … Dictionary of Greek
ἰβυκανητῶν — ἰβυκανητής loudly masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)