1 ἰβανατρίς
ἰβανατρίς, ίδος, ἡ, das Brunnenseil, Hesych.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἰβανατρίς
2 ἰβανατρίς
Wörterbuch altgriechisch-deutsch > ἰβανατρίς
ιβανατρίς — ἰβανατρίς, ἡ (Α) [ιβανώ] το σχοινί τού κάδου με τον οποίο γίνεται άντληση από το πηγάδι … Dictionary of Greek
ἰβανατρίς — rope of a draw well fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)