-
1 ἰατρεία
A healing, medical treatment, Hp.Fract.34, al., Plu.Pyrrh.3, Epigr.Gr. 305.1 ([place name] Smyrna), Sammelb. 1934 ([place name] Serapeum).2 metaph., curing, correcting, ; τῆς ἁμαρτίας ib. 1272b2, cf. 1284b19, Plu.2.510c;ἰατρείας ἕνεκεν Arist.EN 1152b32
: pl., ib. 1104b17, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰατρεία
-
2 ἰατρεῖον
A surgery, Hp.Off.2, Pl.R. 405a, Aeschin.1.40, BGU647.3 (ii A.D.); κατ' ἰητρεῖον ἀνόσως διάγειν not to be so ill as to need medical advice, Hp.Epid.1.1: metaph., ψυχῆς ἰ. D.S. 1.49.2 remedy, Androm. ap. Gal.13.832.2 = ἴατρα 11, - εῖα θεοῖς ἐπηκόοις Roussel Cultes Egyptiens 94, al. (Delos, ii/i B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰατρεῖον
См. также в других словарях:
χορεία — η, ΝΜΑ 1. σύνολο χορευτών, χορός 2. συνεκδ. ομάδα προσώπων που αποτελούν ένα σύνολο (α. «η χορεία τών αγγέλων» β. «σὺν ταῑς Ἀσωμάτων χορείαις καὶ τῶν Μαρτύρων καὶ τῶν Δικαίων αὐτοῡ», Μηναί.) νεοελλ. ιατρ. κάθε πάθηση τού νευρικού συστήματος, τής… … Dictionary of Greek
λεόντειος — α, ο (AM λεόντειος, εία, ον, Α θηλ. και ος) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λιοντάρι, λιονταρήσιος («δέρμα λεόντειον», Θεόκρ.) νεοελλ. 1. αυτός που η ίδρυσή του ανάγεται στον πάπα Λεόντιο ΙΓ («λεόντειος σχολή») 2. φρ. α) «λεόντειος εταιρεία»… … Dictionary of Greek
χήνειος — α, ο / χήνειος, εία, ον, ΝΜΑ, και χήνιος, ία, ον, Μ, και ιων. τ. χήνεος, έα, ον, Α [χήν / χήνα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χήνα, χηνήσιος νεοελλ. φρ. «χήνειο δέρμα» ιατρ. χαρακτηρισμός δέρματος που παρουσιάζει, σε ορισμένες περιπτώσεις,… … Dictionary of Greek