-
1 ιατρεία
ἰᾱτρείᾱ, ἰατρείαhealing: fem nom /voc /acc dualἰᾱτρείᾱ, ἰατρείαhealing: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἰᾱτρείᾱͅ, ἰατρείαhealing: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ιατρεία
-
3 ἰατρεῖα
-
4 ἰατρεία
Βλ. λ. ιατρεία -
5 ἰατρείᾳ
Βλ. λ. ιατρεία -
6 ἰατρεία
-ας ἡ N 1 0-1-1-0-0=2 2 Chr 21,18; Jer 31(48),2healing, recovery 2 Chr 21,18*Jer 31(48),2 ἰατρεία Μωαβ healing of Moab-מואב תעלת for MT מואב תהלת glory of Moab -
7 ἰατρεία
A healing, medical treatment, Hp.Fract.34, al., Plu.Pyrrh.3, Epigr.Gr. 305.1 ([place name] Smyrna), Sammelb. 1934 ([place name] Serapeum).2 metaph., curing, correcting, ; τῆς ἁμαρτίας ib. 1272b2, cf. 1284b19, Plu.2.510c;ἰατρείας ἕνεκεν Arist.EN 1152b32
: pl., ib. 1104b17, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰατρεία
-
8 ιατρείας
ἰᾱτρείᾱς, ἰατρείαhealing: fem acc plἰᾱτρείᾱς, ἰατρείαhealing: fem gen sg (attic doric aeolic) -
9 ἰατρείας
ἰᾱτρείᾱς, ἰατρείαhealing: fem acc plἰᾱτρείᾱς, ἰατρείαhealing: fem gen sg (attic doric aeolic) -
10 ιατρείαι
-
11 ἰατρεῖαι
-
12 ιατρειών
-
13 ἰατρειῶν
-
14 ιατρείαις
-
15 ἰατρείαις
-
16 ιατρείαν
-
17 ἰατρείαν
-
18 ιατρείη
-
19 ἰατρείῃ
-
20 ιατρείην
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἰατρεία — ἰᾱτρείᾱ , ἰατρεία healing fem nom/voc/acc dual ἰᾱτρείᾱ , ἰατρεία healing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιατρεία — η (ΑΜ ἰατρεία, Α ιων. τ. ἰητρείη) [ιατρεύω] η γιατρειά, η θεραπεία … Dictionary of Greek
ἰατρείᾳ — ἰᾱτρείᾱͅ , ἰατρεία healing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰατρεῖα — ἰᾱτρεῖα , ἰατρεῖον surgery neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιατρειά — η (AM ιατρεία, Μ και ἰατρειά) [ιατρεύω] 1. ίαση, θεραπεία 2. ανακούφιση 3. διόρθωση, επανόρθωση, αποκατάσταση(«δεν έχει γιατρειά» δεν διορθώνεται). [ΕΤΥΜΟΛ. αρχ. ιατρεύω > αρχ. ιατρεία > ιατρεία > γιατρειά] … Dictionary of Greek
Πατριωτικό Ίδρυμα — Σωματείο που ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1915 από τη βασίλισσα Σοφία. Η αρχική του ονομασία ήταν «Πατριωτικός Σύνδεσμος Ελληνίδων». Σκοπός του ήταν η περίθαλψη των οικογενειών των επιστράτων. Το 1917 αναδιοργανώθηκε με την ονομασία «Πατριωτικόν Ίδρυμα … Dictionary of Greek
ἰατρείας — ἰᾱτρείᾱς , ἰατρεία healing fem acc pl ἰᾱτρείᾱς , ἰατρεία healing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
лека — ж. лечение, пользование и самое лекарство , также леко, южн. (Даль), укр. лiк м., лiка ж. лекарство, излечение , ст. слав. лѣчьба ἰατρεία (Супр.), цслав. лѣкъ, болг. лек (Младенов 282), сербохорв. ли̏jек, род. п. лиjѐка, словен. lėk, чеш. lek,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Гиппиатрия — (от ΐππος лошадь и ίατρεία лечение [Гиппиатрия, гиппиатр, гипподром, гиппология и гипполог часто употребляются без придыхания иппиатрия, иппиатр и т. п.] наука, трактующая, в буквальном смысле слова, о лечении лошадей, следовательно, это часть… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
фтизиатри́я — и, ж. Раздел медицины, изучающий туберкулез легких и методы его лечения. [От греч. φθισις чахотка и ’ιατρεια лечение] … Малый академический словарь
Geriatrie — Eine gealterte Frau Die Geriatrie (von griech. γέρ|ων „alt“ und ἰατρεία „Heilkunde“), auch Alters oder Altenmedizin bzw. heilkunde, ist die Lehre von den Krankheiten des alternden Menschen. Dies betrifft vor allem Probleme aus den Bereichen der… … Deutsch Wikipedia