-
1 ιατικός
-
2 ἰατικός
-
3 ἰατικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰατικός
-
4 ιατικά
ἰατικόςhealing: neut nom /voc /acc plἰατικά̱, ἰατικόςhealing: fem nom /voc /acc dualἰατικά̱, ἰατικόςhealing: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 ἰατικά
ἰατικόςhealing: neut nom /voc /acc plἰατικά̱, ἰατικόςhealing: fem nom /voc /acc dualἰατικά̱, ἰατικόςhealing: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
6 ιατικών
-
7 ἰατικῶν
-
8 ιατικόν
-
9 ἰατικόν
-
10 ιατικής
-
11 ἰατικῆς
-
12 ιατικαίς
-
13 ἰατικαῖς
-
14 ιατικού
-
15 ἰατικοῦ
-
16 ιατικούς
-
17 ἰατικούς
-
18 ιατικώ
-
19 ἰατικῷ
-
20 ιατικάς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ιατικός — ἰατικός, ή, όν (Α) [ιατός] ιαματικός, θεραπευτικός … Dictionary of Greek
ἰατικός — healing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰατικά — ἰατικός healing neut nom/voc/acc pl ἰατικά̱ , ἰατικός healing fem nom/voc/acc dual ἰατικά̱ , ἰατικός healing fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰατικῶν — ἰατικός healing fem gen pl ἰατικός healing masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰατικόν — ἰατικός healing masc acc sg ἰατικός healing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰατικαῖς — ἰατικός healing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰατικοῦ — ἰατικός healing masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰατικούς — ἰατικός healing masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰατικῆς — ἰατικός healing fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰατική — ἰατικός healing fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰατικήν — ἰατικός healing fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)