Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἰαμβύκη

См. также в других словарях:

  • ιαμβύκη — ἰαμβύκη, ἡ (Α) είδος μουσικού οργάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος (πρβλ. σαμβύκη «μουσικό όργανο»)] …   Dictionary of Greek

  • ἰαμβύκη — musical instrument fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰαμβύκην — ἰαμβύκη musical instrument fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ямб — У этого термина существуют и другие значения, см. Ямб (значения). Ямб (др. греч. ἴαμβος, предпол. от ἴαμβύκη, назв. музыкального инструмента), 1) в античной метрике, простая стопа, двусложная, трехморная, короткий + долгий сл., U ; в силлабо… …   Википедия

  • ἰαμβύκας — ἰαμβύκᾱς , ἰαμβύκη musical instrument fem acc pl ἰαμβύκᾱς , ἰαμβύκη musical instrument fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίαμβος — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Ο ιαμβικός πους (ί.) αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά. Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφίβολη· η λέξη ί., όπως και οι θρίαμβος, διθύραμβος, είναι μάλλον προελληνικές. Πιθανόν να είχαν… …   Dictionary of Greek

  • ἰαμβύκαι — ἰαμβύκᾱͅ , ἰαμβύκη musical instrument fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»