-
1 ιαμβοφάγος
-
2 ἰαμβοφάγος
-
3 ἰαμβειο-φάγος
ἰαμβειο-φάγος, ὁ, der Jambenfresser, Spottname eines Schauspielers, der viel jambische Verse auswendig lernen u. hersagen muß, oder die Verse schlecht hersagt (B. A. 190, 9 τὸν πταίοντα), Dem. 18, 139, mit der v. l. ἰαμβειογράφος u. ἰαμβειομάχος; bei B. A. 265, 31 wird ἰαμβοφάγος erkl. ὁ ἐν τῷ στόματι ἔχων ἰάμβους, ὁ λοίδορος, E. M. ὑβριστής.
-
4 ιαμβοφάγον
-
5 ἰαμβοφάγον
См. также в других словарях:
ιαμβοφάγος — ιαμβοφάγος, ὁ (Α) ο ιαμβειοφάγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος + φαγος (< θ. φαγ , πρβλ. έ φαγ ον τού ρ. εσθίω), πρβλ. δημο φάγος, ολιγο φάγος] … Dictionary of Greek
ἰαμβοφάγος — glutton at iambics masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰαμβοφάγον — ἰαμβοφάγος glutton at iambics masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίαμβος — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Ο ιαμβικός πους (ί.) αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά. Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφίβολη· η λέξη ί., όπως και οι θρίαμβος, διθύραμβος, είναι μάλλον προελληνικές. Πιθανόν να είχαν… … Dictionary of Greek