-
1 ιαμβικοίς
-
2 ἰαμβικοῖς
См. также в других словарях:
ἰαμβικοῖς — ἰαμβικός of invective masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ιαμβικοίς
2 ἰαμβικοῖς
ἰαμβικοῖς — ἰαμβικός of invective masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)